-
1 πολιό-τριχος
πολιό-τριχος, = πολιόϑριξ, πολιότριχα γένεϑλα, Opp. Cyn. 3, 293.
-
2 πολιό-θριξ
πολιό-θριξ, τριχος, grauhaarig, Strab. 7, 2, 3.
-
3 πολίοθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολίοθριξ
-
4 πολιόθριξ
πολιό-θριξ, τριχος, grauhaarig
См. также в других словарях:
κοντότριχος — η, ο (Μ κοντότριχος, η, ον) αυτός που έχει κοντά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * τριχος (< τρίχα), πρβλ. ολιγό τριχος, πολιό τριχος] … Dictionary of Greek