-
1 πολιταρχης
-
2 πολιτάρχης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πολιτάρχης
-
3 πολιτάρχης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πολιτάρχης
-
4 πολιτάρχης
градоначальник, городской начальник.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πολιτάρχης
-
5 4173
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4173
См. также в других словарях:
πολιτάρχης — civic magistrate masc nom sg πολιταρχέω hold office of imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτάρχης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (κατά την επανάσταση τού 1821) αξίωμα που έφερε ο στρατηγός Μακρυγιάννης κατά την πολιορκία τής Ακρόπολης από τους Τούρκους 2. (επί Καποδίστρια) διευθυντής τής αστυνομίας μσν. αρχ. πολιτικός άρχοντας («μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς… … Dictionary of Greek
πολιτάρχαι — πολιτάρχης civic magistrate masc nom/voc pl πολιτάρχᾱͅ , πολιτάρχης civic magistrate masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιταρχῶν — πολιτάρχης civic magistrate masc gen pl πολιταρχέω hold office of pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτάρχαις — πολιτάρχης civic magistrate masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίταρχος — ὁ, Α πολιτάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πολιτάρχης κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
πολιταρχικός — ὁ, Α [πολιτάρχης] αυτός που χρημάτισε πολιτάρχης … Dictionary of Greek
πολιτάρχας — πολιτάρχᾱς , πολιτάρχης civic magistrate masc acc pl πολιτάρχᾱς , πολιτάρχης civic magistrate masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρίβας — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Αγωνίστηκε υπό τις διαταγές του Μακρυγιάννη και διακρίθηκε στις μάχες του Μαραθώνα, του Ωρωπού και της Αθήνας. 2. Δημήτριος. Ιερέας και Φιλικός. Μαζί με τον επίσκοπο Μεθώνης… … Dictionary of Greek
πολιταρχία — ἡ, Α [πολιτάρχης] το αξίωμα τού πολιτάρχου … Dictionary of Greek
πολιταρχώ — έω, Α [πολιτάρχης] κατέχω το αξίωμα τού πολιτάρχου … Dictionary of Greek