Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πολιτοφύλακας

См. также в других словарях:

  • πολιτοφύλακας — ο / πολιτοφύλαξ, ακος, ΝΑ νεοελλ. μέλος τής πολιτοφυλακής αρχ. (ως αξίωμα) φρουρός τών πολιτών …   Dictionary of Greek

  • πολιτοφύλακας — ο πολίτης που σε έκτακτες περιστάσεις ασκεί αστυνομικά καθήκοντα, αλλ. εθνοφύλακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιτοφύλακας — πολῑτοφύλακας , πολιτοφύλαξ warden of the citizens masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτοφύλαξ — ακος, ὁ, Α βλ. πολιτοφύλακας …   Dictionary of Greek

  • τοξότης — I (Αστρον.). Αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Βρίσκεται ανάμεσα στον Αιγόκερο και στον Σκορπιό και αποτελείται από 298 αστέρες, από τους οποίους 65 φαίνονται με γυμνό μάτι. Ο Τ. έχει επίσης πολλά αστρικά σμήνη και 3 νεφελώματα. Ο Τοξότης είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»