-
1 милиционер
-
2 милиционер
мил||иционерм ὁ πολιτοφύλακας, ὁ πο-λιτοφύλαξ. -
3 постовой
постовой1. прил τοῦ φυλακείου, τής φρουρᾶς·2. м ὁ πολιτοφύλακας. -
4 милиционер
[μιλιτσυανιέρ] ουσ. α πολιτοφύλακας -
5 милиционер
[μιλιτσυανιέρ] ουσ α πολιτοφύλακας -
6 милицейский
επ.της πολιτοφυλακής ή του πολιτοφύλακα.ουσ. πολιτοφύλακας. -
7 милиционер
-а α.-ка, -и θ.ο, η πολιτοφύλακας.
См. также в других словарях:
πολιτοφύλακας — ο / πολιτοφύλαξ, ακος, ΝΑ νεοελλ. μέλος τής πολιτοφυλακής αρχ. (ως αξίωμα) φρουρός τών πολιτών … Dictionary of Greek
πολιτοφύλακας — ο πολίτης που σε έκτακτες περιστάσεις ασκεί αστυνομικά καθήκοντα, αλλ. εθνοφύλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτοφύλακας — πολῑτοφύλακας , πολιτοφύλαξ warden of the citizens masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτοφύλαξ — ακος, ὁ, Α βλ. πολιτοφύλακας … Dictionary of Greek
τοξότης — I (Αστρον.). Αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Βρίσκεται ανάμεσα στον Αιγόκερο και στον Σκορπιό και αποτελείται από 298 αστέρες, από τους οποίους 65 φαίνονται με γυμνό μάτι. Ο Τ. έχει επίσης πολλά αστρικά σμήνη και 3 νεφελώματα. Ο Τοξότης είναι ο… … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek