-
1 πολισσονόμος
πολισσο-νόμος, die Stadt verwaltend, regierend; βιοτή, das Leben in der Stadt, im Staate -
2 μελισσο-νόμος
μελισσο-νόμος, Bienen weidend, wartend, bei Ar. Ran. 1273 eine Verdrehung wahrscheinlich eines äschyleischen Wortes, vielleicht wie μέλισσαι, Priesterinn, worauf die eine Glosse hindeutet: οἱ δίκην μελισσῶν νεμόμενοι ἐν τῷδε τῷ τῆς ϑεᾶς ἄλσει. Der Schol. erkl. οἱ διανέμοντες τὰ τῆς πόλεως, dah. auch πολισσονόμος vermuthet wird.
См. также в других словарях:
πολισσονόμος — ον, Α 1. αυτός που κυβερνά πόλη 2. φρ. «πολισσονόμος βιοτά» ο πολιτικός και κοινωνικός βίος (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. < πόλις + νόμος*. Η μορφή τού α συνθετικού πολισσο (πρβλ. πολισσ ούχος) είναι πιθ. αναλογική προς το συνθ.… … Dictionary of Greek
πολισσονόμοις — πολισσονόμος managing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολισσονόμου — πολισσονόμος managing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek