-
1 πολιορκηταίς
-
2 πολιορκηταῖς
См. также в других словарях:
πολιορκηταῖς — πολιορκητής taker of cities masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πολιορκηταίς
2 πολιορκηταῖς
πολιορκηταῖς — πολιορκητής taker of cities masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)