-
1 πόλεμ'
πόλεμε, πόλεμοςwar: masc voc sg -
2 πολέμ-αρχος
πολέμ-αρχος, ὁ, 1) der Anführer im Kriege, Feldherr; Ἀχαιῶν πολέμ. ἀνήρ, Aesch. Ch. 1068; Spt. 810. – In Sparta der Vorsteher, Anführer einer μό-ρα, Her. 7, 173; also = μοραγός, Thuc. 5, 66 Xen. Hell. 4, 4, 7. 5, 8. – 2) in Athen einer der 9 Archonten, der dritte, der ursprünglich im Kriege Oberfeldherr, im Frieden Kriegsminister war und über die Rechtshändel mit und zwischen den Fremden und μέτοικοι als Richter zu entscheiden hatte, Her. 6, 109 u. Folgde. – In ätolischen Städten eine Art Polizeibehörde, Pol. 4, 18, 2.
-
3 πολεμ-αρχικός
πολεμ-αρχικός, ή, όν, = πολεμάρχειος, Phot. bibl.
-
4 πολεμ-αρχέω
πολεμ-αρχέω, den Krieg anfangen, anführen, bes. πολέμαρχος sein; Her. 6, 109; Xen. Hell. 5, 2, 25; Pol. 4, 18, 4; Plut. Pelop. 7.
-
5 πολεμ-αρχία
πολεμ-αρχία, ἡ, Amt od. Würde des πολέμαρ-χος, Sp., wie Polem. 1, 18.
-
6 πολεμ-άρχειος
πολεμ-άρχειος, dem πολέμαρχος gehörig; στοά, Ath. V, 210 b; τὸ π., seine Wohnung, Xen. Hell. 5, 4, 5; Pol. 4, 79, 5.
-
7 πολεμ-άρχης
πολεμ-άρχης, ὁ, = πολέμαρχος.
-
8 πολεμητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμητέον
-
9 πολεμιστρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμιστρίς
-
10 πολέμαιγις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολέμαιγις
-
11 πολεμαίνετος
πολεμ-αίνετος, ον,A famed in war, Lyr.Oxy.426.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμαίνετος
-
12 πολεμήϊος
A warlike, freq. in Hom. (esp. in Il.),πολεμήϊα ἔργα Il.2.338
, al.;π. τεύχεα 7.193
, Hes.Sc. 238; πολεμήϊα, = πολέμια, v.l. in Hdt.5.111; π. ἀοιδά war-note, of the trumpet, B.17.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμήϊος
-
13 πολεμησείω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμησείω
-
14 πολεμητήριον
πολεμ-ητήριον, τό,A head-quarters of a general, Plb.4.71.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμητήριον
-
15 πολεμητής
A = πολεμιστής, IG5(1).1188 (pl., Gythium, iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμητής
-
16 πολεμητόκος
πολεμ-ητόκος, ον,A bringing forth war, Nonn.D.4.425, etc.; of Athena, Orph.H.32.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμητόκος
-
17 πολεμήτωρ
A warlike, Antioch. in Cat.Cod.Astr.1.111, v.l. in Opp.C.3.205.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμήτωρ
-
18 πολεμιεῖον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμιεῖον
-
19 πολεμίζω
Aπολεμιζέμεναι 9.337
:—also [full] πτολεμίζω (metri gr.), 8.428, al.: [tense] fut. πολεμίζω or πτολεμίζω, 24.667, 2.328:—poet. form of πολεμέω, wage war, fight, τινι with one, Il.9.337, al.; π. Διὸς ἄντα, Ἀχιλῆος ἐναντίβιον, 8.428, 20.85; jointly with..,9.352
;ἄπρηκτον πόλεμον π. 2.121
;τόζῳ π. Pi.O.9.32
(nisi leg. πελεμ-); τῇ γλώττῃ Ar.Nu. 419
:—[voice] Med., Pi.N.8.29 (nisi leg. πελεμ-).II trans., war or fight with,ῥηΐτεροι πολεμίζειν Il.18.258
:—[voice] Pass., Opp.C.3.209.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμίζω
-
20 πολεμικός
A of or for war,οἱ π. κίνδυνοι Th.2.43
; ἀγῶνες π., opp. εἰρηνικοί, Pl.Lg. 729d; βίος ib. 829a; πλοῖα, ὅπλα, ib. 706b, 944e; most fit for service,X.
Lac.11.3; (Egypt, iii B.C.);τέχνη καὶ ἐπιστήμη π. Pl.R. 522c
, cf. Lg. 639b; ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of war, Id.Sph. 222c, etc.; τὰ -κά warlike exercises, τὰ π ἄλκιμος (v.l. πολέμια) Hdt.3.4;τὰ π. ἀσκεῖν X.HG 3.4.18
, Cyr.1.5.9;αἱ τῶν π. μελέται Th.2.39
, cf. 89 (v.l.).2 τὸ -κόν signal for battle (παιὼν π. in Pl.Ep. 348b), ἐπειδὰν ὁ σαλπικτὴς σημήνῃτὸ π. X.An.4.3.29
, cf. Aen. Tact.4.3; ἀνέκραγε πολεμικόν gave a war-shout, X.An.7.3.33; also of an air on the flute, Tryphoap.Ath.14.618c.II of persons, skilled in war, warlike, Th.1.84, Pl.R. 522e, Lg. 643c, etc.: distd. from φιλοπόλεμος, X.An.2.6.1; alsoἵπποι π. Id.Cyr.7.5.62
;τὸ π.
warlike spirit,Phld.
Mus.p.27 K.III like an enemy, hostile, X.Vect.4.44; stirring up hostility, opp.φιλικός, πολεμικὸν ἔρις καὶ ὀργή Id.Mem.2.6.21
: metaph.,ἀντίθεσις π. καὶ ἀσύμβατος Plu.2.946e
. Adv. -κῶς, ἔχειν, opp. εἰρηνικῶς, Isoc.5.46;π. διακεῖσθαι Id.6.39
: [comp] Sup.-ώτατα, ἔχειν πρός τινα X.An.6.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμικός
См. также в других словарях:
πόλεμ' — πόλεμε , πόλεμος war masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
Πριαμήϊος — ηΐα, ον, Α (επικ. τ.) πριαμικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαμος + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
εμποδών — (Α ἐμποδών) (επίρρ. κατ αναλογ. προς το ἐκποδών*) 1. μέσα στα πόδια, μπρος στα πόδια («κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», Ηρόδ.) 2. ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς ἐμποδών κεῑται νόμος», Ευριπ.) 3. με… … Dictionary of Greek
κασωρικός — κασωρικός. ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πορνείο, σε χαμαιτυπείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασωρίς + κατάλ. ικός (πρβλ. πολεμ ικός, ρυθμ ικός)] … Dictionary of Greek
κατηγορησείω — (Α) επιθυμώ να κατηγορώ ή να κατηγορήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού ρ. κατηγορῶ (πρβλ. πολεμ ησείω, τιμωρ ησείω)] … Dictionary of Greek
κλεφτοπολέμαρχος — και κλεφτοπολεμάρχος, ο (επί τουρκοκρατίας) αρχηγός τών κλεφτών («νά ναι πρωτοπαλίκαρο και κλεφτοπολέμαρχος», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + πολέμ αρχος] … Dictionary of Greek
κυάναιγις — κυάναιγις, ίδος, ἡ (Α) (επίθ. τής Παλλάδος) αυτή που φέρει φοβερή ασπίδα, κυανόχρωμη αιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + αἰγίς (πρβλ. μελάν αιγις, πολέμ αιγις)] … Dictionary of Greek
μελάναιγις — Επονομασία του Διόνυσου. Προς τιμήν του, ο Μέλανθος είχε ιδρύσει ιερό και βωμό στην τοποθεσία Μελαινές της Αττικής, επειδή είχε νικήσει σε αγώνα τον Ξάνθο με τη βοήθεια του θεού. Σύμφωνα με την παράδοση, ο θεός εμφανίστηκε στον αγώνα φορώντας… … Dictionary of Greek
οικοδομιστήριος — οικοδομιστήριος, ον (Α) χρήσιμος για οικοδομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκοδομῶ + κατάλ. ιστήριος τών ρ. σε –ιζω (πρβλ. βασαν ιστήριος, πολεμ ιστήριος)] … Dictionary of Greek