Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολεμ

  • 1 πόλεμος

    ο
    1) война;

    εμφύλιος πόλεμος — гражданская война;

    εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος — национально-освободительная война;

    πατριωτικός πόλεμος — отечественная война;

    αποικιακός πόλεμ — колониальная война;

    παγκόσμιος πόλεμος — мировая война;

    (θερμο)πυρηνικός πόλεμος ( — термо)ядерная война;

    ψυχρός πόλεμ — холодная война;

    ακήρυκτος πόλεμος — необъявленная война;

    εμπρηστής πολέμου поджигатель войны;

    κηρύχνω τον πόλεμο — объявить войну;

    αρχίζω ( — или εξαπολύω) πόλεμο — развязать войну;

    σε κατάστηση

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πόλεμος

  • 2 πολεμώ

    (ε), πολεμάω μετ., αμετ.
    1) воевать, сражаться, бороться;

    πολεμώ τον εχθρόν — или πολεμ κατά τού εχθρού — бороться против врага, бороться с врагом;

    2) бороться (за что-л.); добиваться (чего-л.);

    πολεμ γιά την ελευθερία — бороться за свободу;

    πολεμώ κατά της αγραμματοσύνης — бороться с неграмотностью;

    πολεμώ τίς προλήψεις — бороться с предрассудками;

    πολεμώ την επέκταση της επιδημίας — бороться с эпидемией;

    3) стараться, трудиться;

    μην πολεμάς να τον πείσεις — не пытайся его убедить;

    4) трудиться, напряжённо работать;

    καλώς τα πολεματε! — бог в помощь!;

    § ό, τι πολεμούσα να ξελασπώσω... — едва мне удавалось выкарабкаться из тяжёлого положения, как...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πολεμώ

  • 3 πολεμαρχος

        ὅ полемарх, (главно)командующий
        1) в Афинах - третий из девяти архонтов, стоявший во главе вооруженных сил страны Her., впосл. - председатель особого трибунала, разбиравшего дела метэков и иноземцев Arph., Lys.
        2) в Спарте - командир моры, отряда в 400 человек Her., Thuc., Xen.
        3) в Фивах - начальник вооруженных сил Беотии Xen.
        4) в Этолии - начальник полиции Polyb.

    Древнегреческо-русский словарь > πολεμαρχος

См. также в других словарях:

  • πόλεμ' — πόλεμε , πόλεμος war masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • Πριαμήϊος — ηΐα, ον, Α (επικ. τ.) πριαμικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαμος + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] …   Dictionary of Greek

  • εμποδών — (Α ἐμποδών) (επίρρ. κατ αναλογ. προς το ἐκποδών*) 1. μέσα στα πόδια, μπρος στα πόδια («κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», Ηρόδ.) 2. ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς ἐμποδών κεῑται νόμος», Ευριπ.) 3. με… …   Dictionary of Greek

  • κασωρικός — κασωρικός. ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πορνείο, σε χαμαιτυπείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασωρίς + κατάλ. ικός (πρβλ. πολεμ ικός, ρυθμ ικός)] …   Dictionary of Greek

  • κατηγορησείω — (Α) επιθυμώ να κατηγορώ ή να κατηγορήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού ρ. κατηγορῶ (πρβλ. πολεμ ησείω, τιμωρ ησείω)] …   Dictionary of Greek

  • κλεφτοπολέμαρχος — και κλεφτοπολεμάρχος, ο (επί τουρκοκρατίας) αρχηγός τών κλεφτών («νά ναι πρωτοπαλίκαρο και κλεφτοπολέμαρχος», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + πολέμ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • κυάναιγις — κυάναιγις, ίδος, ἡ (Α) (επίθ. τής Παλλάδος) αυτή που φέρει φοβερή ασπίδα, κυανόχρωμη αιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + αἰγίς (πρβλ. μελάν αιγις, πολέμ αιγις)] …   Dictionary of Greek

  • μελάναιγις — Επονομασία του Διόνυσου. Προς τιμήν του, ο Μέλανθος είχε ιδρύσει ιερό και βωμό στην τοποθεσία Μελαινές της Αττικής, επειδή είχε νικήσει σε αγώνα τον Ξάνθο με τη βοήθεια του θεού. Σύμφωνα με την παράδοση, ο θεός εμφανίστηκε στον αγώνα φορώντας… …   Dictionary of Greek

  • οικοδομιστήριος — οικοδομιστήριος, ον (Α) χρήσιμος για οικοδομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκοδομῶ + κατάλ. ιστήριος τών ρ. σε –ιζω (πρβλ. βασαν ιστήριος, πολεμ ιστήριος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»