-
1 πολεμοκέλαδος
πολεμο-κέλᾰδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμοκέλαδος
См. также в других словарях:
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek