-
1 πολεμιστήριος
πολεμιστήριος, auch 2 Endgn, dem Krieger eigen, gehörig; ἵπποι, ἅρματα, Her. 1, 192. 5, 113; auch τὰ πολεμιστήρια, Zurüstungen zum Kriege, Plat. Critia. 119 b; Xen. Cyr. 8, 8, 26; bes. sc. ἅρματα, Kampf-, Streitwagen, 6, 1, 29. 7, 1, 47; ἐλέφαντες, Arist. H. A. 9, 1; Plut. Cleom. 35; so hieß auch ein Kampfspiel, Ar. Nubb. 28.
-
2 πολεμιστήριος
πολεμιστήριος, dem Krieger eigen, gehörig; τὰ πολεμιστήρια, Zurüstungen zum Kriege; sc. ἅρματα, Kampf-, Streitwagen; ein Kampfspiel
См. также в других словарях:
πολεμιστήριος — of masc nom sg πολεμιστήριος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστήριος — α, ο / πολεμιστήριος, ία, ον, ΝΑ, θηλ. και ος, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολεμιστή ή στον πόλεμο («χρῶνται... οἱ Ἰνδοί πολεμιστηρίοις [ἐλέφασι]», Αριστοτ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ πολεμιστήριος πολεμιστής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
πολεμιστήριος — α, ο αυτός που έχει σχέση με τον πόλεμο ή τον πολεμιστή: Πολεμιστήριο σάλπισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολεμιστήριον — πολεμιστήριος of masc acc sg πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc sg πολεμιστήριος of masc/fem acc sg πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστηρίων — πολεμιστήριος of fem gen pl πολεμιστήριος of masc/neut gen pl πολεμιστήριος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστηρίοις — πολεμιστήριος of masc/neut dat pl πολεμιστήριος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστηρίου — πολεμιστήριος of masc/neut gen sg πολεμιστήριος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστηρίους — πολεμιστήριος of masc acc pl πολεμιστήριος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστηρίῳ — πολεμιστήριος of masc/neut dat sg πολεμιστήριος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστήρια — πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc pl πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστήριοι — πολεμιστήριος of masc nom/voc pl πολεμιστήριος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)