-
1 πολεμιστρίς
πολεμιστρίς, ίδος, ἡ, = Vorigem, ναῦς, Tzetz.
-
2 πολεμίστρια
πολεμίστρια, ἡ, u. πολεμιστρίς, ίδος, ἡ, Kriegerin
См. также в других словарях:
πολεμιστρίς — ίδος, ἡ, Μ βλ. πολεμιστής … Dictionary of Greek
1 πολεμιστρίς
πολεμιστρίς, ίδος, ἡ, = Vorigem, ναῦς, Tzetz.
2 πολεμίστρια
πολεμιστρίς — ίδος, ἡ, Μ βλ. πολεμιστής … Dictionary of Greek