-
101 υπαγω
1) подводитьὑ. ἵππους Hom., Luc., тж. ὑ. ἵππους ζυγόν Hom. или ζυγῷ Luc. — подводить под ярмо лошадей, т.е. запрягать;
ἑαυτὸν εἰς δουλείαν ὑ. Luc. — отдавать себя самого в рабство;ὑ. τινὰ ἐς χέρας τινός Her. — отдавать кого-л. во власть кому-л.2) подчинять(ὑπάγεσθαι τέν πόλιν Thuc.)
ὅταν ὑπαγάγηται (sc. τὰ Πάρθων) Plut. — когда будет завоевана Парфия3) привлекать к ответственности(τινά Lys., Xen.)
ὑ. τινὰ ὑπὸ δικαστήριον Her. или δικαστηρίῳ Luc., тж. ὑ. τινὰ ἐς δίκην Thuc. — привлекать кого-л. к судебной ответственности;4) вести, увлекать, заманивать(τινὰ ἐπὴ κῶμον Eur.; ὑ. τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν Xen.)
εἰς ἔχθραν τῶν πόλεων ὑπηγμένων Dem. — когда города были вовлечены во (взаимную) вражду;τίν΄ ὑπάγεις μ΄ ἐς ἐλπίδα ; Eur. — какую надежду хочешь ты мне внушить?;ὑπάγεσθαί τινα Dem. — склонять кого-л. на свою сторону5) вводить в обман, обманывать(τινά Lys.)
ταῦτα ὑπήγετο, βουλόμενος … Xen. — он пустил в ход эти хитрости, желая …6) уводить(τὸ στράτευμα Thuc.)
ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Thuc. — по мере того, как насыпь снизу выкапывалась7) уходить, отступатьκόσμῳ καὴ τάξει ὑ. Thuc. — уходить в полном порядке;
ὑπάγοιμί τἄρ΄ ἄν Arph. — я, пожалуй, уйду;ὕπαγε εἰς εἰρήνην NT. — иди с миром8) медленно продвигаться(ἔμπροσθεν Xen.)
ὑπάγεθ΄ ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Arph. — отправляйтесь в путь, трогайтесь9) приседать Arst. -
102 конурбация
η συνένωση πόλεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конурбация
-
103 смог
το νέφος (των πόλεων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смог
-
104 население
насел||ениес ὁ πληθυσμός / οἱ κάτοικοι (жители):городское \население ὁ ἀστικός πληθυσμός, οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων мирное \население ὁ ἄμαχος πληθυσμός· плотность \населениеения ἡ πυκνότης τοῦ πληθυσμοῦ. -
105 нищета
нищет||аж1. ἡ φτώχεια, ἡ πενία, ἡ ἔνδεια, ἡ ἀνέχεια, ἡ ἀθλιότητα [-ης]:впасть в \нищетау́ περιπίπτω σέ ἔνδεια[ν]· жить в крайней \нищетае́ ζῶ πάμπτωχος· духовная \нищета ἡ πνευματική ἔνδεια·2. собир. (нищие люди) ἡ φτωχολογιά, ὁ πτωχόκοσ-μος:городска́я \нищета ἡ φτωχολογιά τῶν πόλεων. -
106 перекличка
перекл||и́чкаж τό προοχλητήριο[ν], τό διάβασμα τοῦ καταλόγου τδν παρόντων:не явиться на \перекличкаи́чку ἀπουσιάζω ἀπό τό προσκλητήριο· \перекличка-и́чка городов (по радио) ἡ συνδιάλεξη ἀπό ραδιοφώνου μεταξύ πόλεων. -
107 αστυνομία
-
108 πληθυσμός
ο население;αστικός πληθυσμός — или ο πληθυσμός των πόλεων — городское население;
ο άμαχος πληθυσμός — мирное население;
απογραφή τού πληθυσμού — перепись населения;
η πυκνότης τού πληθυσμού — плотность населения;
η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη — самый крупный по количеству населения город
-
109 πόλις
πόλις, πτόλις (-ις, -ιος, -ι coni., -ιν; -ίων, -ίες(ς)ι(ν), πόλεσιν dub., - ῖς dub.: πτόλις, -ιν: πόλεα heterocl. acc. dub. Δ. 3. 9.)1 city, stateαὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν Θήρωνος O. 2.93
τὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4
αἰτήσων πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν O. 5.20
βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (Lindos ?) O. 7.34 Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις (Ialysos) O. 7.94αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς O. 9.21
πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν (Opous) O. 9.66νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων O. 10.13
ἴδε πατρίδα πολυκτέανον βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν (the city of Augeas, king of the Epeians) O. 10.38Τίρυνθα ναίων πόλιν O. 10.68
μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (Locri Epizephyrii) O. 10.99βάθρον πολίων ἀσφαλές, Δίκα O. 13.6
ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111
ὄρος τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα (Aitna) P. 1.31Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54
τῷ πόλιν κείναν Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (Aitna) P. 1.61χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.88
κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ (Cyrene) P. 4.8 “ μεγαλᾶν πολίων ματρόπολιν Θήραν γενέσθαι” P. 4.19 [“ νάεσσι πόλῖς ἀγαγὲν Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα” (Lehrs: πολεῖς codd.) P. 4.56]ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272
βασιλεὺς ἐσσὶ μεγαλᾶν πολίων P. 5.16
ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν (Cyrene) P. 5.53Κυράνας ἀγακτιμέναν πόλιν P. 5.81
πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν P. 7.9
Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε P. 8.99
καλλίσταν πόλιν (Cyrene) P. 9.69 τρὶς δὴ πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι (Cyrene) P. 9.91ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.106
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαικεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.72
τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52
φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων (Akragas) P. 12.1 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων (Bergk: πόλιν, πόλει codd.: καλλίχορον πόλιν Theon: Orchomenos) P. 12.26Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς πολίων ἀφνεαῖς N. 1.15
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις (Aigina) N. 5.47 πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν (Aigina) N. 7.9πρὸς Ἴλου πόλιν N. 7.30
Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν N. 7.35
πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ (Aigina) N. 8.13 κυδαίνων πόλιν (Sikyon) N. 9.12Δαναοῦ πόλιν Ἄργος N. 10.1
Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες N. 10.47
τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν (Aigina) 1. 5. 22.πόλιν Τρώων πράθον I. 5.36
πόλις Αἴαντος Σαλαμίς I. 5.48
οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι (Aigina) I. 6.65 φιλαρμάτου πόλιος ἁγεμόνα (sc. Θήβαν) I. 8.20 “ πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3. πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον (in Krete)Πα.. 3. διέπερσεν Ἰλίου πόλ[ιν Pae. 6.104
]πόλιν πατρίαν (Aigina ?) Πα.. 1. Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πό[λιν] (Thebes)Πα... ]υ πόλιν χαλκεα[ Pae. 14.26
]ν' ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ Pae. 18.4
]σχήσει πολι[ Pae. 21.17
Κυ]κλώπων πτόλις α[ Δ. 1.. τ]ίνα πτόλιν Δ. 4. c. 6. θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος (Bergk e paraphr. Plutarchi: ὑπὲρ πολέων, ἐπὶ πόλεως codd. Herodiani) fr. 78. 3. ὑψηλὰν πόλιν ἀμφινέμονται (Akragas) fr. 119. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες ( πολίεσσιν coni. Boeckh, edd.) fr. 210. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν (Aigina) fr. 242. δαιτίκλυτον πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον ?fr. 333a. 8. dub., ] εων ἐλθὲ φίλαν δὴ πόλεα (Schr.: πολέα G-H: πολεωᾰ ς Π: forma πόλεα valde dubia, nott. Snell) Δ. 3. 9. -
110 πρυτανεῖον
1 town hall παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία (τὰ πρυτανεῖά φησι λαχεῖν τὴν Ἑστίαν, παρόσον αἱ τῶν πολέων ἑστίαι ἐν τοῖς πρυτανείοις ἀφίδρυνται Σ.) N. 11.1 -
111 ἀκρωτήριον
-ου τό N 2 1-2-1-1-0=5 Lv 4,11; 1 Sm 14,4(bis); Ez 25,9; Jb 37,9mountain peak Jb 37,9; ἀκρωτήρια the extremities of the body, members Lv 4,11ἀπὸ πόλεων ἀκρωτηρίων from the frontier cities Ez 25,9; ἀκρωτήριον πέτρας rocky mountain peak 1 Sm 14,4 -
112 πόλις
-εως + ἡ N 3 210-667-308-144-247=1576 Gn 4,17(bis); 10,11.12; 11,4city, town Gn 4,17; id. (meton.) Hos 6,8πόλις ἡ ἁγία the Holy City, Jerusalem Neh 11,1*JgsB 8,32 πόλει city corr. πολιᾷ for MT יבהשׂ old age; *DnLXX 11,13 πόλεως of the city corr.? πολλούς (double transl. of the Hebr.) for MT רב great; *Gn 14,5 τῇ πόλει (in) the city-קרית ⋄קריה for MT קריתים (in) Kiriathaim, cpr. Am 2,2; *Jos 7,3 τὴν πόλιν the city-העיר for MT העי Ai, see also Jos 8,18.28; *Jos 19,13 ἐπὶ πόλιν to the city-עירה for MT עתה to Et (toponym); *1 Sm 22,5 πόλει city-עיר for MT יער wood, see also Is 22,8; *2 Kgs 23,16 πόλει city-עיר for MT הר hill, see also 2 Chr 21,11, Is 66,20; *Jer 31(48),34 αἱ πόλεις αὐτῶν their cities-עריהם for MT עד־יהץ as far as Jahaz; *Jer 44(37),4 τῆς πόλεως of the city-העיר for MT העם the people; *Ez 16,7 εἰς πόλεις πόλεων into the great cities-ערים בערי for MT עדיים בעדי with the highest adornment; *Ez 25,9 πόλεως παραθαλασσίας of the city by the sea side-ימה קרית (Aram.) for MT קריתמה Kiriath(ai)m; *Ez 45,5for MT ָיה ְר ֶעnakedness; *Jb 6,10 πόλις city-עיר for MT עוד yet, see also Mi 6,9(10); *Jb 6,20 ἐπὶ πόλεσιν in cities-ערימה for MT עדיה there, see also Mi 7,12Cf. DORIVAL 1994 412.542.566.569; WALTERS 1973, 294 -
113 συγκυρέω
V 3-0-0-0-1=4 Nm 21,25; 35,4; Dt 2,37; 1 Mc 11,34to belong to, to be adjacent to [τινι] Nm 21,25; to be contiguous with, to border on [τινος] Dt 2,37τὰ συγκυροῦντα τῶν πόλεων the suburbs of the cities Nm 35,4Cf. DOGNIEZ 1992 65.129; DORIVAL 1994, 408; HELBING 1928, 308; LEE, J. 1983, 78-81 -
114 городской
επ.αστικός, της πόλης•-ая улица οδός πόλης•
-ое население πληθυσμός της πόλης ή των πόλεων.
ουσ. αστός, πολίτης. -
115 опустошение
-я ουδ.1. ερήμωση, ρήμαγμα, ρημαδιό•опустошение городов ερήμωση των πόλεων.
2. βλ. опустошнность. -
116 самоуправление
-я ουδ.αυτοδιοίκηση•самоуправление местное самоуправление τοπική αυτοδιοίκηση•
самоуправление городов η αυτοδιοίκηση των πόλεων•
органы -я όργανα αυτοδιοίκησης.
-
117 село
-а, πλθ. сла ουδ.χωριό, κεφαλοχώρι•города и сёла πόλεις και χωριά•
труженики сл и горогов οι εργαζόμενοι των χωριών και των πόλεων.
-
118 δέω
Aδεόντων Od.12.54
codd. (v. δίδημι): [tense] fut. δήσω: [tense] aor. ἔδησα, [dialect] Ep.δῆσα Il.21.30
: [tense] pf.δέδεκα D.24.207
, v.l. δεδηκότας in Aeschin.2.134: [tense] plpf.ἐδεδήκει And.4.17
(prob.):—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] impf.δέοντο Il.18.553
: [tense] aor.ἐδησάμην 24.340
, al.; [dialect] Ep.[ per.] 3sg. δησάσκετο ib.15: —[voice] Pass., [tense] fut.δεθήσομαι D.24.126
,131, etc., , X.Cyr.4.3.18; δεδέσομαι f.l. in Aristid.Or.41(4).7: [tense] aor.ἐδέθην D.24.132
, etc.: [tense] pf. δέδεμαι (v. infr.): [tense] plpf.ἐδεδέμην And.1.48
; [dialect] Ep.δέδετο Il.5.387
; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐδεδέατο Hdt.1.66
, etc.—In this Verb, though a disyll., εο and εω are occas. [var] contr. τὸ δοῦν, τῷ δοῦντι, Pl.Cra. 419b, 421c;δοῦσα Din.Fr.89.15
:—bind, tie, fetter,δεσμῷ τινα δῆσαι Il.10.443
, etc.;ἐνὶ δεσμῷ 5.386
, etc.; ἐν πέδαις (v.l. ἐς πέδας) Hdt.5.77;δῆσε δ' ὀπίσσω χεῖρας.. ἱμᾶσιν Il.21.30
;δ. τινὰ χεῖράς τε πόδας τε Od. 12.50
; δ. ἔκ τινος to bind from (i.e. to) a thing,ἐξ ἐπιδιφριάδος ἱμᾶσι δέδεντο Il.10.475
, cf. Hdt.4.72; δῆσαί τινα ξύλῳ or ἐν ξύλῳ (cf.ξύλον 11.2
);ἐν κλίμακι Ar.Ra. 619
; δ. κύνα κλοιῷ tie a clog to a dog, Lex Solonisap.Plu.Sol.24, cf. E.Cyc. 234;δ. τινὰ πρὸς φάραγγι A.Pr.15
; πρὸς κίονα, κίονι, S.Aj. 108, 240(lyr.);δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους Th.4.47
; δεδέσθαι ἐν τῆ ποδοκάκκῃ Lex Solonisap.D.24.105.2 alone, bind, keep in bonds, πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι; says Hephaistos, pointing to the nets in which he had caught Ares, Od.8.352;αὐτὸς δ' ἔδησε πατέρα A.Eu. 641
;δήσαντες ἔχειν τινάς Th.1.30
; δησάντων αὐτὸν οἱ ἕνδεκα Lex ap.D.24.105, etc.3 metaph., bind, enchain,γλῶσσα δέ οἱ δέδεται Thgn.178
;κέρδει καὶ σοφία δέδεται Pi.P.3.54
;ψυχὰ δ. λύπῃ E.Hipp. 160
(lyr.); later, bind by spells,τὸ στόμα AP11.138
(Lucill.), cf. Tab.Defix.96,108.4 c. gen., hinder from a thing,ἔδησε κελεύθου Od. 4.380
, 469.5 Medic., harden, brace up, Hp.Off.17, etc.II [voice] Med., bind, tie, put on oneself, ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα tied them on his feet, Il.2.44, etc.:—[voice] Pass., περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας.. δέδετο he had greaves bound round his legs, Od. 24.228. (Cf. Skt. ditá 'bound', dā´ma 'bond'.)------------------------------------A : [tense] aor.ἐδέησα Lys. 30.8
, [dialect] Ep. δῆσα only Il.18.100: [tense] pf. :—[voice] Med., [tense] fut.δεήσομαι Th.1.32
, etc., [dialect] Dor.δεοῦμαι Epich.120
; later , Plu.2.213c, etc.: [tense] aor.ἐδεήθην Hdt.4.84
, Ar.Pl. 986, etc.: [tense] pf.δεδέημαι X.An.7.7.14
, Is.8.22 (the forms δεήσω, etc., compared with the [dialect] Ep. ἐδεύησα, δεύομαι, point to root δεϝ):—lack, miss, stand in need of, c. gen.,ἐμεῖο δὲ δῆσε.. ἀλκτῆρα γενέσθαι Il.
l.c. (elsewh. Hom. uses δεύω, q.v.); , cf. X.Mem.4.2.10.2 freq. in [dialect] Att., πολλοῦ δέω I want much, i.e. am far from, mostly c. inf. [tense] pres., πολλοῦ δ. ἀπολογεῖσθαι I am far from defending myself, Pl.Ap. 30d;πολλοῦ δεῖς εἰπεῖν Id.Men. 79b
;π. δ. ἀγνοεῖν Id.Ly. 204e
;π. γε δέουσι μαίνεσθαι Id.Men. 92a
; alsoμικροῦ ἔδεον ἐν χερσὶν εἶναι X.HG4.6.11
, cf. Men. Georg.25;τοσούτου δέω ἱκανὸς εἶναι λέγειν ὥστε.. Lys.17.1
;τοσούτου δέουσι μιμεῖσθαι Isoc.14.17
(alsoτοσοῦτον δέω εἰδέναι Pl.Men. 71a
); παρὰ μικρὸν ἐδέησα ἀποθανεῖν v.l. in Isoc.17.42; simplyἐδέησα κινδύνῳ περιπεσεῖν Alciphr.3.5
: abs., πολλοῦ γε δέω I am far from it, Pl.Phdr. 228a;τοῦ παντὸς δέω A.Pr. 1006
;παντὸς δεῖ τοιοῦτος εἶναι Pl.Sph. 221d
(impers. πολλοῦ δεῖ, etc., v. δεῖ 11.1. b): in part.,παλαστῆς δεόντων τεττάρων ποδῶν IG12.373.8
;μικροῦ δέοντα τέτταρα τάλαντα D.27.35
; the part. is freq. used to express numerals compounded with 8 or 9,ἀνδράσιν ἑνὸς δέουσι τριάκοντα IG12.374.413
; δυοῖν δέοντα τεσσεράκοντα forty lacking two, thirty-eight, Hdt.1.14;πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη Th.2.2
; ἑνὸς δέον εἰκοστὸν ἔτος the 20t h year save one, the 19th, Id.8.6;δυοῖν δεούσαις εἴκοσι ναυσίν X.HG1.1.5
: later, the inf. stands abs., περὶ τὰ ἑνὸς δεῖν πεντήκοντα fifty save one, Arist.Rh. 1390b11: part. in gen., ;πόλεων δυοῖν δεούσαιν ἑξήκοντα D.L.5.27
;ἑξήκοντα ἑνὸς δέοντος ἔτη Plu.Pomp.79
.3 part. δέων, δέουσα, as Adj., fit, proper,ὁ καιρὸς οὐκ ἔστι χρόνος δέων Arist. APr. 48b36
;τοῖς δέουσι χρόνοις IG12(3).247.11
([place name] Anaphe); ἡ δέουσα ἑκάστων χρῆσις Hierocl.p.61 A., etc.: esp.freq.in neut., v. δέον.4 δεῖ impers., v. h. v.II Dep. [full] δέομαι: [var] contr.δῆσθε Sophr.46
, part.δεύμενος Id.36
: [tense] fut. : [tense] aor. ἐδεήθην: always personal, and used by Hom. only in form δεύομαι (v. δεύω B):1 abs., to be in want or need, require, mostly in part.,κάρτα δεόμενος Hdt.8.59
; οἱ δεόμενοι the needy, opp. οἱ κεκτημένοι τὰς οὐσίας, Isoc. 6.67.b stand in need of, want, c. gen., Hdt.1.36, etc.;τὰ σὰ δεῖται κολαστοῦ.. ἔπη S.OT 1148
; ῥώμης τινὸς δ. ib. 1293; οὐδὲν δεῖσθαι τροφῆς have no need of.., Th.8.43; ἤν τι δέωνται βασιλέως if they have any need of him, ib.37: c. inf.,τοῦτο ἔτι δέομαι μαθεῖν Pl.R. 392d
, cf. Euthd. 275d, etc.; τὰ πράττεσθαι δεόμενα things needing to be done, X.Cyr.2.3.3; necessaries,IG
2.573.4; ἐπισκευάσαι τὰ δεόμενα parts needing repair, ib.22.1176.15; the point threatened,Plb.
15.15.7; δεῖται impers., v. δεῖ.2 beg a thing from a person, c. dupl. gen. rei et pers.,τῶν ἐδέετο σφέων Hdt. 3.157
, cf. Th.1.32, etc.;μή μου δεηθῇς. ΘΗ. πράγματος ποίου; S.OC 1170
: freq. with neut. Pron. in acc.,τοῦτο ὑμῶν δέομαι Pl.Ap. 17c
, cf. Smp. 173e, etc.: c. acc. cogn., δέημα, or oftener δέησιν, δεῖσθαί τινος, Ar.Ach. 1059, Aeschin.2.43, etc.: also c. acc. rei only, ξύμφοραδ. Th.1.32
;δυνατά τινος Pl.Prt. 335e
;δίκαια καὶ μέτρια ὑμῶν D.38.2
;διαπράξωμαι ἃ δέομαι X.An.2.3.29
: with gen. pers. only, δεηθεὶς ὑμῶν having begged a favour of you, D.21.108: c.gen.pers. et inf., , cf. Pl.Prt. 336a, etc.;δ. τινὸς ὥστε.. Th.1.119
;ὅπως.. Plu.Ant.84
: rarely c. acc. pers., : parenthetic, I pray, Ge.44.18.------------------------------------δέω (C),A = δήω (A), Alc.102. -
119 διατυπόω
A form,χαρακτῆρας D.S.3.67
; δ. νόμους give them a lasting form, Luc.Jud.Voc.5:—[voice] Pass., LXX Wi.19.6, D.S.4.11,al., Sor.1.59; of seals, to be engraved, Arist.Aud. 801b5.2 metaph., imagine, conceive, [voice] Act., Luc.Alex.4; δ. τῇ φαντασίᾳ Chor.p.213 B., cf. Hdn.4.3.8; represent, portray, Plu.2.83a;χρώμασί τι Lib.Eth. 27.2
.3 make dispositions, of a testator, Just.Nov.1.2.2; of a legislator, ib.3Praef.:—[voice] Pass., ib.6.1.1; to be arranged, regulated by agreement,μεταξὺ τῶν Ἑλλγνίδων πόλεων.. ὁπόσα χρὴ ἑκάστην.. λύειν IG7.24.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατυπόω
-
120 διεξέρχομαι
2 go completely through,νόμον τὸν ὄρθιον Hdt.1.24
;πάντας φίλους E.Alc.15
; ; τὴν δίκην ib. 856a;δ. πόνους S.Ph. 1419
: c. part., δ. πωλέων be done selling, Hdt.1.196.3 folld. by διά, go through in succession, διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, i. e. killing them one after another, Id.3.11;διὰ τῶν δέκα Id.5.92
.γ; διὰ τῶν πόλεων Pl.Prt. 315a
.4 go through in detail, relate circumstantially, Hdt.3.75, 7.18, D.18.21; ;ἡ ψυχὴ δ. λόγον πρὸς αὑτήν Id.Tht. 189e
; τῷ λόγῳ Polystr.p.30 W.;περὶ νόμων Pl. Lg. 857e
.II intr., to be past, gone by, of time, Hdt.2.52;ἡμέρα διεξῆλθεν ἀργή Plu.Arist.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεξέρχομαι
См. также в других словарях:
πολέων — πολέω go about pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) πολύς many masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόλεων — Πόλεω̆ν , Πόλις city fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεων — πόλεω̆ν , πόλις city fem gen pl πόλεω̆ν , πολύς many masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek