-
1 ποκάρι
το настриг с овцы -
2 шерсть
шерст||ьж1. (животных) τό τρίχωμα, τό μαλλί, τό ἔριον2. (сырье, пряжа) τό μαλλί, τό ἔριον/ τό ποκάρι (тк. состриженная)·3. (ткань) τό μάλλινο ὑφασμα· ◊ гладить против \шерстьи χαϊδεύω ἀνάτριχα. -
3 πόκος
ο см. ποκάρι -
4 настриг
См. также в других словарях:
ποκάρι — ποκάρι, το και πόκος, ο μέρος μαλλιού ή όλο το μαλλί από το κούρεμα ενός προβάτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποκάρι — το / ποκάριον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το σύνολο τού ερίου από την κουρά προβάτου, ο πόκος 2. όγκος ερίου μσν. αρχ. μικρή ποσότητα ερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού τ. πόκαι (βλ. λ. πόκος), πρβλ. μυκην. poka = πόκη] … Dictionary of Greek
πέκος — και αιολ. τ. πέκκος και πεῑκος, τὸ, Α 1. ο πόκος*, το ποκάρι, το σύνολο τού ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο πρόβατο 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «δέρμα, κώδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω / πείκω. Ο τ. πέκος είναι μτγν. από τον τ. πόκος και σχηματίστηκε… … Dictionary of Greek
πόκος — ο βλ. ποκάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)