-
1 ποιη-τρόφος
ποιη-τρόφος, Gras, Kräuter nährend; Opp. Cyn. 1, 460 steht ποιοτρόφος.
См. также в других словарях:
ποιοτρόφος — και ποεσιτρόφος, ον, Α (για τόπο) αυτός που τρέφει πόες, χόρτα, αυτός που έχει αφθονία χόρτων («ποιοτρόφος αἶα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόα / ποία + τρόφος (< τρέφω). Ο τ. ποεσιτρόφος κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
ποεσιτρόφος — ον, Α βλ. ποιοτρόφος … Dictionary of Greek