-
1 ποιοτήτων
ποιότηςquality: fem gen pl -
2 ἀντίληψις
II (from [voice] Med.) laying hold of in turn, reciprocation, Democr. ap. Arist.Fr. 208; of cultivated plants, giving a return, Thphr.CP3.6.6; of a vine laying hold by its tendrils, ib.2.18.2.2 = ἀντιλαβή, hold, support, X.Eq.5.7; of a bandage, Hp.Off.9;ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν D.S.1.30
; ἀ. διδόναι τινί give one a handle, Plu.2.966e;ἀ. παρέχειν Luc.Anach.2
.3 defence, succour, UPZ42.38(ii B.C.), PAmh.35.58 (ii B.C.), BGU1187.27 (i B.C.), LXXPs.21(22).20,al., 1 Ep.Cor.12.28, Iamb.Myst.7.3.5 objection, Pl.Phd. 87a, Sph. 241b, Hp.Ma. 287a, Plu.Alex. 18, Iamb.Myst.1.1, al.: in forensic oratory, plea of justification, Hermog.Stat.2, al., Syrian.in Hermog. 2p.79R.; discussion,θεολογικὴ ἀ. Iamb.Myst.1.8
.6 grasping with the mind, apprehension, Epicur.Fr. 250, Stoic.2.206, Diog.Oen.4;φυσικὴν -ψιν ποιεῖσθαί τινος D.S.3.15
; οὐκ ἐπιστρέφει τὴν ἀ. does not attract the attention, [Longin.] Rh.p.190H.; of sensuous perception, Stoic.2.230, Ti.Locr. 100b, Anon.in Tht.59.48, Phld.Herc.1003, Alex Aphr.in Top.91.5;ποιοτήτων Plu.2.625b
, cf. Metrod.1.7 of disease, seizure, attack,τῶν ἀκρωτηρίων Th.2.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίληψις
См. также в других словарях:
ποιοτήτων — ποιότης quality fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
γαληνισμός — (I) ο το ιατρικό σύστημα τού Γαληνού, το οποίο βασίζεται στη θεωρία τών τεσσάρων χυμών, τών τριών βασικών ποιοτήτων και τών τριών πνευμάτων. (II) γαληνισμός, ο (Α) [γαληνίζω] η καταπράυνση, η καθησύχαση … Dictionary of Greek
πάθημα — το (ΑΜ πάθημα) [πάσχω] 1. ό,τι υφίσταται, ό,τι παθαίνει κανείς, και ιδίως το δυσάρεστο ή λυπηρό περιστατικό («τὸ σὸν πάθημ ἐλέγχω πρῶτον», Σοφ.) 2. συν. στον πληθ. α) τα παθήματα γεγονότα τα οποία προκαλούν θλίψη ή συμφορές και γενικά τα λυπηρά… … Dictionary of Greek
ποιότητα — η / ποιότης, ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [ποιός] η φύση ενός πράγματος κατά την αξία του και σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα, η εσωτερική του υπόσταση, το ποιόν (α. «εμπόρευμα κακής ποιότητας» β. «κρασί εξαιρετικής ποιότητας» γ. «ποιότης τρυγός»,… … Dictionary of Greek
σαμσάρα — Ένα από τα δόγματα της ινδικής σκέψης, μαζί με το κάρμα του οποίου είναι αναγκαίο επακόλουθο· συνοψίζει τη διδασκαλία των μετεμψυχώσεων ή των μετενσαρκώσεων. Ο όρος σαμσάρα σημαίνει «ρεύμα» και προέρχεται από τη σανσκριτική ρίζα sar (= τρέχω… … Dictionary of Greek
χαρμάνι — το, Ν 1. μίγμα διαφόρων ειδών και ποιοτήτων καπνού 2. (κατ επέκτ.) κάθε είδους μίγμα για βιομηχανική κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harman] … Dictionary of Greek
χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… … Dictionary of Greek
Αναξαγόρας — I (Κλαζομενές 499/8 Λάμψακος 428/7 π.Χ.). Φιλόσοφος. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αθήνα, όπου και συνδέθηκε με στενή προσωπική και πνευματική φιλία με τον Περικλή. O δεσμός αυτός, όμως, και η μεγάλη επίδραση του φιλοσόφου στην… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek