Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποιονόμος

См. также в других словарях:

  • ποιονόμος — ον, Α αυτός που βόσκει σε τόπους γεμάτους χόρτο, που τρώει χόρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόα / ποία + νόμος*] …   Dictionary of Greek

  • ποιόνομος — ον, Α αυτός που έχει λιβάδια γεμάτα χόρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόα / ποία + νομος*] …   Dictionary of Greek

  • ποιονόμοιο — ποιόνομος feeding on grass masc/fem/neut gen sg (epic) ποιονόμος feeding on grass masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιονόμοις — ποιόνομος feeding on grass masc/fem/neut dat pl ποιονόμος feeding on grass masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιονόμων — ποιόνομος feeding on grass masc/fem/neut gen pl ποιονόμος feeding on grass masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»