-
1 ποιολόγος
ποιο-λόγος, Gras, Kraut lesend, sammelnd, fressend -
2 ποιη-λόγος
ποιη-λόγος, p. = ποιολόγος.
См. также в других словарях:
ποιολόγος — picking up grass masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιολόγος — ον, Α ο συλλέκτης χόρτων, βοτάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόα / ποία + λόγος*] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ποιολογία — ἡ, Α [ποιολόγος] κόψιμο και συλλογή χόρτων … Dictionary of Greek
ποιολογώ — έω, Α [ποιολόγος] συλλέγω χόρτα, μαζεύω βότανα … Dictionary of Greek