Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ποιολόγος

См. также в других словарях:

  • ποιολόγος — picking up grass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιολόγος — ον, Α ο συλλέκτης χόρτων, βοτάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόα / ποία + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ποιολογία — ἡ, Α [ποιολόγος] κόψιμο και συλλογή χόρτων …   Dictionary of Greek

  • ποιολογώ — έω, Α [ποιολόγος] συλλέγω χόρτα, μαζεύω βότανα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»