-
1 ποιμανόριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιμανόριον
-
2 ποιμανόριον
ποιμᾱνόριον, ποιμανόριονherd: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ποιμανόριον — ποιμᾱνόριον , ποιμανόριον herd neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμανόριον — τὸ, Α [ποιμάνωρ, ορος] 1. ποίμνη, ποίμνιο 2. μτφ. στρατός, στράτευμα … Dictionary of Greek