Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ποιμαντήρ

См. также в других словарях:

  • ποιμαντήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. ποιμένας, βοσκός 2. μτφ. κυβερνήτης πλοίου, πλοηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμαίνω + επίθημα τήρ (πρβλ. σημαν τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ποιμαντῆρσιν — ποιμαντήρ masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»