Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποιμαντορική

См. также в других словарях:

  • ποιμαντορικός — ή, ό / ποιμαντορικός, ή, όν, ΝΜ [ποιμαντορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποιμαντορία ή στον πνευματικό ποιμένα («ποιμαντορική ράβδος») 2. φρ. «ποιμαντορικές επιστολές» εκκλ. οι επιστολές τού αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο Α και Β… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βυζαντινό Πάφου (Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1983 και φιλοξενείται από το 1989 στην ανατολική πτέρυγα της Αρχιεπισκοπής (οδός Αγίου Θεοδώρου). Μετά το Βυζαντινό Μουσείο της Λευκωσίας είναι το δεύτερο σπουδαιότερο στο είδος του μουσείο της Κύπρου. Η μεγάλη αίθουσα αριστερά της… …   Dictionary of Greek

  • βακτηρία — βακτηρία, η (AM) ραβδί, μπαστούνι μσν. στήριγμα, βοήθεια αρχ. το ραβδί των δικαστών, έμβλημα του αξιώματός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βακτηρία προέρχεται πιθ. από *βακτήρ, υποθ. τ. παράλληλος προς το βάκτρον* (πρβλ. αροτήρ, άροτρον). Βάση αυτών των… …   Dictionary of Greek

  • δεκανίκι — το (AM δεκανίκιον) νεοελλ. 1. ψηλή πατερίτσα με οριζόντιο στήριγμα στο πάνω μέρος, στο οποίο στηρίζουν τη μασχάλη τους όσοι δεν μπορούν να βαδίσουν κανονικά 2. η ποιμαντορική ράβδος τού επισκόπου 3. το ραβδί τού ζητιάνου μσν. το ραβδί, ως σύμβολο …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • οστιάριος — Τίτλος εκκλησιαστικός που καθιερώθηκε στο Βυζάντιο. Συνήθως δίδεται σε ψάλτες και αναγνώστες, ορισμένες όμως φορές και σε ιερείς. Μεταξύ των καθηκόντων του ο. ήταν η απαγόρευση εισόδου στην εκκλησία ατόμων που δεν ήταν ευπρεπώς ενδεδυμένοι ή που… …   Dictionary of Greek

  • παραναγνωστικός — όν, Μ [παραναγιγνώσκω] 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ παραναγνωστικός αναγνώστης σε μοναστήρι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραναγνωστικόν πιθ. ποιμαντορική επιστολή …   Dictionary of Greek

  • πατερίτσα — Βουνό της Αρκαδίας. Αποτελεί συνέχεια του Μαινάλου και η ψηλότερη κορυφή του είναι 1.869 μ. Πιθανότατα, το βουνό αυτό είναι το αρχαίο Θαυμάσιο. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές ένα σπήλαιο που υπάρχει σε ύψος 1.425 μ. ταυτίζεται με το σπήλαιο της… …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»