-
1 ποικιλ-έρυθρος
ποικιλ-έρυθρος, rothbunt, rothgefleckt, gesprenkelt, Arist. bei Ath. VII, 327 s.
-
2 ποικιλέρυθρος
ποικιλ-έρυθρος, rotbunt, rotgefleckt, gesprenkelt -
3 ποικιλερυθρος
1 ποικιλ-έρυθρος
ποικιλ-έρυθρος, rothbunt, rothgefleckt, gesprenkelt, Arist. bei Ath. VII, 327 s.
2 ποικιλέρυθρος
3 ποικιλερυθρος