Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ποικιλό-μητις

См. также в других словарях:

  • κλυτόμητις — κλυτόμητις, ι (AM) ξακουστός για τη σοφία του και τη σύνεσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + μητις (< μῆτις «σοφία»), πρβλ. αγκυλό μητις, ποικιλό μητις] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόμητις — μεγαλόμητις, τι (Α) αυτός που έχει μεγάλες και υψηλές φιλοδοξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μῆτις «σοφία» (πρβλ. δολιό μητις, ποικιλό μητις)] …   Dictionary of Greek

  • μειλιχόμητις — μειλιχόμητις, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει πράο χαρακτήρα, ήπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῆτις «σκέψη, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό μητις, ποικιλό μητις)] …   Dictionary of Greek

  • πολύμητις — ήτιος, ὁ, ἡ, Α (προσωνυμία τού Οδυσσέως και τού Ηφαίστου) αυτός που έχει πολλή φρόνηση, πολύ συνετός, πολυμήχανος (α. «πολύμητις Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ. β. «πολυμήτιος Ἡφαίστοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μητις (< μῆτις «ευφυΐα»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ταχύμητις — Α (κατά τον Ησύχ.) «ταχύβουλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μητις (< μῆτις «ευφυΐα»), πρβλ. ποικιλό μητις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»