-
1 ποικιλό-διφρος
ποικιλό-διφρος, mit buntem, buntverziertem Wagen, od. solchen Wagenpferden; Orak. bei Poll. 7, 112; Ath. XIII, 568 d.
-
2 ποικιλόδιφρος
ποικιλό-διφρος, mit buntem, buntverziertem Wagen, od. solchen Wagenpferden
См. также в других словарях:
καλλίδιφρος — καλλίδιφρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίο άρμα («Παλλάδος ἐν πόλει τᾱς καλλιδίφρου θεᾱς ναίουσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + διφρος (< δίφρος «άρμα»), πρβλ. ποικιλό διφρος, ρυσί διφρος] … Dictionary of Greek
χρυσόδιφρος — ον, Μ (για άρμα) αυτός που έχει χρυσό δίφρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δίφρος «έδρα, κάθισμα» (πρβλ. ποικιλό διφρος)] … Dictionary of Greek