-
1 ποικιλόθρονος
ποικιλό-θρονος, auf buntem, mannigfach verziertem Sitze thronend -
2 ποικιλό-φρων
ποικιλό-φρων, voll mannichfacher Gedanken, Rathschläge, verschlagen, listig, schlau, sinnreich; Eur. Hec. 30; v. l. für ποικιλόϑρονος, Sappho 1, 1.
См. также в других словарях:
ποικιλόθρον' — ποικιλόθρονα , ποικιλόθρονος on richly worked throne neut nom/voc/acc pl ποικιλόθρονε , ποικιλόθρονος on richly worked throne masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek