-
1 ποικιλομορφος
-
2 ποικιλόμορφος
ποικιλόμορφοςvariegated: masc /fem nom sg -
3 ποικιλόμορφος
ος, ο[ν]1) разнообразный, многообразный; 2) различный, разный -
4 ποικιλόμορφος
ποικῐλό-μορφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικιλόμορφος
-
5 ποικιλόμορφος
ποικιλό-μορφος, von bunter, mannigfaltiger Gestalt, buntfarbig -
6 ποικιλόμορφον
ποικιλόμορφοςvariegated: masc /fem acc sgποικιλόμορφοςvariegated: neut nom /voc /acc sg -
7 ποικιλομόρφων
ποικιλόμορφοςvariegated: masc /fem /neut gen pl -
8 ποικιλόμορφα
ποικιλόμορφοςvariegated: neut nom /voc /acc pl -
9 ποικιλόμορφε
ποικιλόμορφοςvariegated: masc /fem voc sg -
10 ποικιλόμορφοι
ποικιλόμορφοςvariegated: masc /fem nom /voc pl -
11 ποικίλος
η, ο[ν]1) см. ποικιλόμορφος; 2) пёстрый, разнородный; 3) разноцветный; пёстрый -
12 ποικιλομόρφω
-
13 ποικιλομόρφῳ
См. также в других словарях:
ποικιλόμορφος — variegated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόμορφος — η, ο αυτός που έχει ή παρουσιάζει διάφορες μορφές: Τα ποικιλόμορφα είδη των ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποικιλόμορφον — ποικιλόμορφος variegated masc/fem acc sg ποικιλόμορφος variegated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλομόρφων — ποικιλόμορφος variegated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλομόρφῳ — ποικιλόμορφος variegated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόμορφα — ποικιλόμορφος variegated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόμορφε — ποικιλόμορφος variegated masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόμορφοι — ποικιλόμορφος variegated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγίλωψ — (aegilops). Επιστημονική ονομασία γένους μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι χρήσιμα φυτά, γιατί αποτελούν ζωοτροφή. Από τα 15 είδη του γένους τα 9 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Τα κυριότερα από τα ελληνικά είδη είναι ο α … Dictionary of Greek
αιολόμορφος — αἰολόμορφος, ον (Α) ποικιλόμορφος, ποικιλόσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + μόρφος < μορφή] … Dictionary of Greek
θυσανόμορφος — η, ο (ηλεκτρ.) με μορφή θυσάνων («θυσανόμορφη εκκένωση» ηλεκτρική εκκένωση που εκπέμπεται με μορφή φωτεινών θυσάνων). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, ποικιλόμορφος] … Dictionary of Greek