-
1 ποικιλτός
-
2 ποικιλτός
ποικιλτός, bunt gemacht, gemalt, gewebt, gestickt -
3 χρῡσο-ποίκιλτος
χρῡσο-ποίκιλτος, = Vorigem, φοινικίς D. Sic. 17, 26, u. a. Sp.
-
4 ἀ-ποίκιλτος
ἀ-ποίκιλτος, nicht bunt gemacht, Clem. Al.
-
5 ἀποίκιλτος
-
6 χρῡσοποίκιλος,
χρῡσο-ποίκιλος, u. χρῡσο-ποίκιλτος, bunt von Golde, mit Gold bunt gestickt -
7 χρῡσοποίκιλτος
χρῡσο-ποίκιλος, u. χρῡσο-ποίκιλτος, bunt von Golde, mit Gold bunt gestickt
См. также в других словарях:
ποικιλτός — variegated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλτός — ή, όν, Α [ποικίλλω] 1. ποικιλμένος, διακοσμημένος ή ποικιλόχρωμος 2. μτφ. (για λόγο) αυτός που περιέχει λεκτικά ποικίλματα, διανθισμένος («τὸ λόγιον τὸ ποικιλτόν», Επιφάν.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ποικιλτά κεντημένα υφάσματα, αλλ.… … Dictionary of Greek
ποικιλτόν — ποικιλτός variegated masc acc sg ποικιλτός variegated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλτ' — ποικιλτά̱ , ποικιλτής broiderer masc nom/voc/acc dual ποικιλτά , ποικιλτής broiderer masc voc sg ποικιλτά , ποικιλτής broiderer masc nom sg (epic) ποικιλταί , ποικιλτής broiderer masc nom/voc pl ποικιλτά , ποικιλτός variegated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοποίκιλτος — θεοποίκιλτος, ον (AM) ο στολισμένος με θεϊκή τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποίκιλτος (< ποικίλλω), πρβλ. πολυ ποίκιλτος, χρυσο ποίκιλτος] … Dictionary of Greek
ποικιλτά — ποικιλτά̱ , ποικιλτής broiderer masc nom/voc/acc dual ποικιλτής broiderer masc voc sg ποικιλτής broiderer masc nom sg (epic) ποικιλτός variegated neut nom/voc/acc pl ποικιλτά̱ , ποικιλτός variegated fem nom/voc/acc dual ποικιλτά̱ , ποικιλτός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποίκιλτος — η, ο / πολυποίκιλτος, ον ΝΜ αυτός που έχει πολλά ποικίλματα, πλούσια διακόσμηση, πολύ στολισμένος μσν. αυτός που έχει πολλά χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. χρυσο ποίκιλτος] … Dictionary of Greek
χρυσοποίκιλτος — η, ο / χρυσοποίκιλτος, ον, ΝΜΑ διακοσμημένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. νεο ποίκιλτος] … Dictionary of Greek
ποικιλτῶν — ποικιλτής broiderer masc gen pl ποικιλτός variegated fem gen pl ποικιλτός variegated masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθοποίκιλτος — η, ο ο στολισμένος με άνθη, ή διακοσμημένος με παραστάσεις, απεικονίσεις λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + ποικιλτός < ποικίλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αργυροποίκιλτος — η, ο αυτός που είναι διακοσμημένος με άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ποικιλτός < ποικίλλω «στολίζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek