-
1 ποικιλο-σάνδαλος
ποικιλο-σάνδαλος, äol. ποικιλοσάμβαλος, mit bunten Sandalen, bunt beschuht, Anacr. bei Ath. XIII, 596 c, nach Dind. Emend.
-
2 ποικιλοσάνδαλος
ποικιλο-σάνδαλος, mit bunten Sandalen, bunt beschuht
1 ποικιλο-σάνδαλος
ποικιλο-σάνδαλος, äol. ποικιλοσάμβαλος, mit bunten Sandalen, bunt beschuht, Anacr. bei Ath. XIII, 596 c, nach Dind. Emend.
2 ποικιλοσάνδαλος