-
1 ποικιλις
-
2 ποικιλίς
ποικιλίς, ἡ, Name eines bunten Vogels, wie Stieglitz, Arist. H. A. 9, 1.
-
3 ποικιλίς
ποικιλίςfem nom sg -
4 ποικιλίς
ποικιλίς, ἡ, Name eines bunten Vogels, wie Stieglitz -
5 ποικιλίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικιλίς
-
6 ποικιλίδες
ποικιλίςfem nom /voc pl -
7 ἀστραγαλῖνος
ἀστραγαλῖνος, ὁ, Distelfink ( ποικιλίς), Opp. Ix. 3, 2.
-
8 ἀστραγαλῖνος
ἀστρᾰγαλ-ῖνος, ὁ,A goldfinch, elsewh. ποικιλίς, Dionys.Av.3.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστραγαλῖνος
См. также в других словарях:
ποικιλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλίς — ίδος, ἡ, Α είδος πτηνού, πιθ. με διάστικτο πτέρωμα, το οποίο τρώγει τα αβγά τού κορυδαλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. αγαθ ίς)] … Dictionary of Greek
ποικιλίδες — ποικιλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek