-
1 ποιητής
ποιητής, οῦ, ὁ (ποιέω)① one who does someth. by producing someth., maker (of God Pla., Tim. 28c; Just., D. 56, 4 al. ὁ τῶν ὅλων ποιητής; Tat., Ath.), then specif. poet (so Aristoph., Ran. 96; 1030; Pla., Phd. 61b al.; oft. ins [SIG IV 510b index; OGI II 694b ind.]; PHerm 125 B, 6; POsl 189, 13 [III A.D.]; TestSol; EpArist 31; Philo; Jos., Ant. 12, 38; 110 al.; Just., A I, 4, 9 al.; Tat., Ath.) Ac 17:28.② one who does what is prescribed, a doer w. obj. gen. (cp. 1 Macc 2:67) Ro 2:13; Js 4:11. (Opp. ἀκροατής) π. λόγου 1:22f. π. ἔργου a doer that acts (opp.: a forgetful hearer) vs. 25.—B. 1299. DELG s.v. ποιέω. M-M. TW. -
2 ποιητής
ποιητής, ὁ, wer Etwas macht, hervorbringt, schafft, Verfertiger; κλίνης, Plat. Rep. X, 597 d; τῶν πρὸς τοὺς πολεμίους μηχανημάτων, Erfinder, Xen. Cyr. 1, 6, 38; auch μάχης, Plut. Alex. 60, mit u. ohne νόμου, Gesetzgeber, Plat. Rep. 415 b; Schöpfer, τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντός, Tim. 28 c. – Bes. der Dichter. späterer Ausdruck statt des früheren ἀοιδός, erst nach Hesiod. u. Pind. entstanden, als man schon angefangen hatte, Tonkunst u. eigentliche Dichtkunst von einander zu trennen, vgl. Wolf Proleg. p. XLII, 9; so von Homer, Her. 2, 53 u. oft bei Folgdn; vom Alcäus, Her. 5, 95; ποιητὴν ἢ λόγων συγγραφέα, Plat. Phaedr. 278 e; λόγων auch von Rednern, Euthyd. 305 b Phaedr. 234 e; übh. Schriftsteller, Sp.
-
3 ποιητης
- οῦ, ион. έω ὅ1) мастер, производитель(τῶν μηχανημάτων Xen.; κλίνης Plat.)
2) создатель, творец(ὅ π. καὴ πατέρ τοῦ παντός Plat.)
ὅ π. (νόμων) Plat. — законодатель;ὅ τῆς μάχης π. Plut. — инициатор сражения3) сочинитель, автор, поэт(κωμῳδίας Plat.)
π. λόγων Plat. — оратор4) исполнитель(νόμου NT. - ср. 2)
-
4 ποιητής
-
5 ποιητῆς
-
6 ποιητής
ποιητήςmaker: masc nom sg -
7 ποιητής
ποιητής, ὁ, wer etwas macht, hervorbringt, schafft, Verfertiger; τῶν πρὸς τοὺς πολεμίους μηχανημάτων, Erfinder, Gesetzgeber; Schöpfer; der Dichter, späterer Ausdruck statt des früheren ἀοιδός, erst später entstanden, als man angefangen hatte, Tonkunst u. eigentliche Dichtkunst von einander zu trennen; λόγων auch von Rednern, Schriftsteller -
8 ποιητής
{сущ., 6}1. стихотворец, поэт;2. исполнитель.Ссылки: Деян. 17:28; Рим. 2:13; Иак. 1:22, 23, 25; 4:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ποιητής
-
9 ποιητής
{сущ., 6}1. стихотворец, поэт;2. исполнитель.Ссылки: Деян. 17:28; Рим. 2:13; Иак. 1:22, 23, 25; 4:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ποιητής
-
10 ποιητὴς
деятельποιητήςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποιητὴς
-
11 ποιητής
деятельποιητὴςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποιητής
-
12 ποιητής
ο, ποιήτρ(ι)α η1) поэт, -есса; 2) творец, создатель, -ница -
13 ποιητής
1. стихотворец, поэт; 2. исполнитель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποιητής
-
14 ποιητής
-
15 ποιητής
-οῦ + ὁ N 1 0-0-0-0-1=1 1 Mc 2,67one who does sth, doer; τοὺς ποιητὰς τοῦ νόμου the observers of the law, those who observe the law -
16 ποιητής
[пиитис]ουσ α поэт. -
17 ποιητής
A maker,μηχανημάτων Id.Cyr.1.6.38
; ;τὸν π. καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντός Id.Ti. 28c
; ζῴων, of the painter, Id.Sph. 234a; inventor,θεῶν Id.Euthphr.3b
; lawgiver,Id.
Def. 415b.II composer of a poem, author,π. κωμῳδίας Pl.Lg. 935e
;π. καινῶν δραμάτων, τραγῳδιῶν κτλ. SIG1079.2
, al. (Magn. Mae., ii/i B.C.): abs., poet, Hdt.2.53, Ar.Ra.96, 1030, Pl. Ion 534b, etc.; Homer was called ὁ π., Pl.Grg. 485d, Arist.Rh. 1365a11, 1380b28, Telesp.34 H., Plb.12.21.3, Str.1.1.10, A.D.Synt.26.19, etc.; so also Hesiod, Pl. Lg. 901a; and others, Id.Thg. 125e, D.Chr.78.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιητής
-
18 ποιητής
poète -
19 ποιητής
poeta (m) rzecz. -
20 ποιητής
1) básník2) poeta
См. также в других словарях:
ποιητής — maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητής — ο, θηλ. ποιήτρια, ΝΜΑ, και θηλ. ποιητρίς, ίδος, Α [ποιώ] 1. ο δημιουργός ποιημάτων, αυτός που εκφράζει τα βιώματά του σε έμμετρο λόγο, με φροντισμένη γλωσσική έκφραση 2. ο δημιουργός τού κόσμου, ο θεός, ο πλάστης (α. «Πιστεύω εις ένα Θεόν...… … Dictionary of Greek
ποιητής — ο θηλ. ήτρια 1. ο δημιουργός, ο κατασκευαστής: Ο ποιητής του κόσμου, ο Θεός. 2. ο λογοτέχνης που συνθέτει έμμετρα έργα, ποιήματα: Νεοέλληνες ποιητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιητῆς — ποιητός made fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκίπης, Σωτήρης — Ποιητής (1881 1952). Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λάρισα. Το 1897 ήρθε στην Αθήνα, όπου σε ηλικία 20 ετών κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή. Το 1904 διεύθυνε μαζί με τον Αρ. Καμπάνη το περιοδικό Ακρίτας.… … Dictionary of Greek
Πολύμνηστος — Ποιητής και μουσικός από τη Κολοφώνα της Ιωνίας, που άκμασε τον 6o αι. π.Χ. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλονά του Τεγεάτη, έγραψε δε άσεμνα άσματα, τα οποία ψάλλονταν με συνοδεία αυλού. Ο Π. νίκησε στις τρεις πρώτες πυθιάδες το 586, το 582 και… … Dictionary of Greek
κέρκωψ — Ποιητής από τη Μίλητο, που έζησε σε αδιευκρίνιστη περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρείτο Ορφικός και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ποιητής όλων των έργων που αποδίδονταν στον Ορφέα. Τα ποιήματα Ιερός Λόγος και Εις Άδου κατάβασιν θεωρούνται… … Dictionary of Greek
Φρύνις — Ποιητής και μουσουργός από τη Μυτιλήνη (5αι. π.χ.). Λένε πως στις 7 χορδές της κιθάρας πρόσθεσε άλλες 2. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύτηκε για τις καινοτομίες του. * * * ύνιδος, ὁ, Α όνομα κωμικού ποιητή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη] … Dictionary of Greek
πολύμνηστος — Ποιητής και μουσικός από τη Κολοφώνα της Ιωνίας, που άκμασε τον 6o αι. π.Χ. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλονά του Τεγεάτη, έγραψε δε άσεμνα άσματα, τα οποία ψάλλονταν με συνοδεία αυλού. Ο Π. νίκησε στις τρεις πρώτες πυθιάδες το 586, το 582 και… … Dictionary of Greek
Ξενόδαμος — Ποιητής και μουσικός από τα Κύθηρα. Ο Πλούταρχος τον αναφέρει σαν έναν από τους αρχηγούς της μουσικής σχολής που είχε ιδρύσει στη Σπάρτη ο Θαλής από την Κρήτη. Ο Πλούταρχος λέει επίσης ότι στην εποχή του σωζόταν ακόμα κάποια ωδή του. Μερικοί… … Dictionary of Greek
Πίγρης — Ποιητής από την Αλικαρνασσό. Λέγεται πως είχε γράψει τα ποιήματα Μαργίτης και Βατραχομυομαχία, που αποδίδονται στον Όμηρο … Dictionary of Greek