-
1 ποιητικη
-
2 ποιητική
η поэзия; поэтика -
3 ποιητική
[пиитики] ουσ. Θ. искусство поэзии, поэтика,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποιητική
-
4 ποιητική
[пиитики] ουσ θ искусство поэзии, поэтика. -
5 διανοια
ἥ1) замысел, намерение(μαινόλις Aesch.; παλιλλογῆσαί τινι τέν ἑωυτοῦ διάνοιαν Her.)
τέν διάνοιαν ἔχειν τινός Thuc. — намереваться сделать что-л.2) мысль, мнение, взгляд(τέν διάνοιαν ταύτην ἔχειν Plat. и λαβεῖν Arst.)
3) образ мыслей, духовный обликτὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖ εἶναι Isocr. — название «эллины» обозначает, повидимому, уже не племя, а образ мыслей
4) размышление, мышление(πᾶσα δ. ἢ πρακτική, ἢ ποιητική, ἢ θεωρητική Arst.)
ὅ ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτέν διάλογος ἄνευ φωνῆς (sc. ἐστιν ἥ δ.) Plat. — размышление есть внутренняя и беззвучная беседа сознания с самим собой5) разум, сознание, дух6) смысл, значение(ὀνομάτων Lys., Plat.; τοῦ λεγομένου Arst.)
-
6 διθυραμβοποιητικη
-
7 εξουσια
ἥ1) возможность (делать что-л.), право (на что-л., свобода чего-л.)ἐξουσίαν ἔχειν (τοῦ) ποιεῖν τι Xen., Plat. или περὴ τοῦ ποιεῖν τι Plat. — иметь право или возможность делать что-л.;
ἐν μεγάλῃ ἐξουσίᾳ τοῦ ποιεῖν τι γενόμενος Plat. — получивший полную свободу делать что-л.;ἐξουσίαν διδόναι (ποιεῖν, παρέχειν) τινί Plat., Arst. кому-л. — давать возможность, предоставлять право;κατὰ τέν οὐκ ἐξουσίαν τῆς ἀγωνίσεως Thuc. — за отсутствием права участвовать в состязании;2) (тж. ἥ ἄγαν ἐ. Dem.)( личный) произвол, своеволие (ἐπ΄ ἐξουσίας πονηρός Dem.)
ἐ. ποιητική рит. (licentia poetica) — поэтическая вольность3) власть, могущество(πλοῦτός τε καὴ ἐ. Thuc.)
οἱ ἐνἐξουσίᾳ ὄντες или οἱ ἐν ταῖς ἐξουσίαις Arst. — власть имущие, стоящие у власти, власти;ἥ ὑπατικέ ἐ. Diod. — консульская власть;ἄνθρωπος ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος NT. — подвластный человек4) изобилие, достаток(τῶν ἀναγκαίων Plat.)
5) пышность, блеск6) признак власти или подвластности -
8 μανικος
31) сумасшедший, безумный(πράγματα Arph.)
μανικόν τι βλέπειν Arph. — иметь безумный вид2) граничащий с безумием, безрассудный(ἐπιχείρημα Plat.)
3) восторженный, вдохновенныйεὐφυοῦς ἥ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Arst. — поэзия есть область одаренности или вдохновения
4) приводящий в безумие(φάρμακα Plut.)
-
9 οψιμος
21) отдаленный ( во времени), поздно сбывающийся(τέρας Hom.)
2) поздний(σπόρος Plut.; ὑετός NT.)
3) недавний(ποιητική Plut.)
-
10 οψοποιητικη
-
11 πραξις
эп.-ион. πρῆξις - εως ἥ1) делоπ. ἰδίη, οὐ δήμιος Hom. — личное, а не общественное дело;
κατὰ πρῆξιν ἢ μαψιδίως ; Hom. — по делу или без дела?2) торговое дело, торговля3) событие, происшествиеἐφοβεῖτο αὐτοὺς διὰ τέν περὴ τῶν Μαντινικῶν πρᾶξιν Thuc. — (Алкивиад) опасался (элидян) в связи с мантинейской историей
4) исход, результат(π. φίλα Pind.; π. οὐρία Aesch.)
5) благоприятный исход, успех, польза(οὔ τις π. ἐγίγνετο Hom.)
ἄνευ τούτων οὐκ ἂν εἴη π. Xen. — без этого ничего не выйдет6) действие, деяние, деятельность(πράξεις ἀποστόλων NT.)
πράξεσιν, οὐχὴ λόγοις Dem. — действиями, а не словами;αἱ τῶν ἀγαθῶν πράξεις Plat. — созидание благ;τῶν χειρῶν πράξεις Plat. — движения рук;π. ποιητική Plat. — поэтическое творчество;7) дельность, опытность, предприимчивость8) общение(ἥ π. ἥ γεννητική Arst.)
ἥ π. Aeschin. — половой акт9) положение, состояние, судьбаτέν ἑωϋτοῦ πρῆξιν ἀπέκλαιε Her. — (Камбис) оплакивал свою судьбу;
πέφρικ΄ εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς Aesch. — я содрогаюсь, видя участь Ио10) хитрость, козни(π. καὴ ἐπιβουλέ ἐπὴ τέν πόλιν Polyb.)
π. κατά τινος и ἐπί τινα Polyb. — козни против кого-л.11) исполнение, свершение(τοῦ ἔργου Plat.)
ταχεῖα γ΄ ἦλθε χρησμῶν π.! Aesch. — быстро же осуществились прорицания!12) взимание, взыскание(τοῦ μισθοῦ Plat.; τῶν καταδικασθέντων Arst.)
13) требование (о возврате чего-л.), притязаниеπρᾶξίν τινος λαβεῖν Eur. — получить возмещение за что-л.
14) pl. политическая или общественная деятельностьἡ περὴ τὰς πράξεις ἐπιστήμη Dem. — политическая наука
-
12 τεκνοποιητικη
-
13 χαλινοποιητικη
-
14 αδειά
η1) свободное время, досуг;έλα με την αδειά σου — приходи, когда у тебя будет свободное время;
2) простор, свободное место (в помещении);δεν έχουμε αδειά στο σπίτι — у нас дома нет свободного места;
§ αδειά ποιητική — поэтическая вольность
-
15 έμπνευση
[-ις (-εως)] η1) внезапная мысль, неожиданная идея; озарение (книжн.);μου ήλθε η έμπνευση να... — меня осенила мысль...;
2) вдохновение; творческий замысел; идея;ποιητική έμπνευση — поэтическое вдохновение;
αυτός έχει ωραίες έμπνευσεις — у него бывают блестящие идеи;
3) внушение (мнения, мыслей и т. п.);4) наущение, подстрекательство; инспирирование;κατ' έμπνευση άλλου — по чьему-л. наущению;
5) совет, наставление -
16 ποιητικός
η, ό[ν] поэтический;§ ποιητική αδεία — поэтическая вольность
См. также в других словарях:
ποιητική (τέχνη) — Ο όρος, που σημαίνει «τέχνη του ποιείν», του δημιουργείν, είναι συγχρόνως και ο τίτλος του γνωστού αριστοτέλειου έργου (Περί ποιητικής), το οποίο, αφού έγινε για πρώτη φορά γνωστό στη Δύση από τη λατινική μετάφραση του Τζόρτζιο Βάλα (1498),… … Dictionary of Greek
ποιητική — η η τέχνη και η θεωρία της ποίησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιητικῇ — ποιητικός capable of making fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητική — ποιητικός capable of making fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεγεία — Ποιητική σύνθεση σε δίστιχα (ο πρώτος στίχος εξάμετρος, ο δεύτερος πεντάμετρος). Η ε. πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ιωνία κατά τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. και φαίνεται ότι αρχικά συνοδευόταν από αυλό (η λέξη έλεγος είναι αρμενικής ή φρυγικής καταγωγής… … Dictionary of Greek
μπαλάντα — Ποιητική σύνθεση, στην οποία διακρίνονται ιστορικά δύο τύποι: η παλιά μ. και η νεώτερη ή ρομαντική. Στην Ιταλία η παλιά μ., που λέγεται και canzone a ballo (= τραγούδι με χορό), είχε λαϊκή προέλευση και γεννήθηκε από τη συνήθεια οι κινήσεις του… … Dictionary of Greek
σονέτο — Ποιητική σύνθεση (από το προβηγκιανό sonet, τραγουδάκι, με μετρική δομή που αντιστοιχεί πραγματικά σε μουσικό σχήμα). Αποτελείται από δεκατέσσερις εντεκασύλλαβους στίχους, που υποδιαιρούνται συνήθως σε δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα (υπάρχει… … Dictionary of Greek
ποιητικῆι — ποιητικῇ , ποιητικός capable of making fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… … Dictionary of Greek
ποιητικός — ή, ό / ποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική εικόνα» γ. «ποιητική σύλληψη» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.) 2.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek