Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ποιητής

  • 21 γεννώ

    (α) μετ.
    1) рожать, рождать, производить на свет; 2) нестись, класть яйца; 3) перен. порождать, вызывать, возбуждать (подозрение и т. п.);

    § τό μυαλό (τό κεφάλι) του δε γεννάει — у него голова ничего не соображает;

    παρουσιάστηκε όπως τον γέννησε η μάννα του он явился в чём мать родила;

    γενν*ν κι' οι πετεινοί του — погов, ему во всём везёт;

    γεννιέμαι, γεννιοβμαι

    1) — рождаться, появляться на свет;

    2) перен. порождаться, возникать;

    γεννιέται το ερώτημα — возникает вопрос;

    3) быть каким-л. от рождения, иметь врождённые качества;

    ο ποιητής γεννιέται, δεν γίνεται — поэтами рождаются

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γεννώ

  • 22 εκείνος

    η, ο, (ε)κειός, ά, ο αντων.
    1) тот; τω καιρώ εκείνω в то время;

    εκείνος εκεί ( — или εκείν δα) — вон тот;

    μην ξεχνάς εκείνο πού σού είπα — не забывай того, что я тебе сказал;

    τί καλά χρόνια ήταν εκείνα! — какое это было чудесное время!;

    τί ήταν εκείνο το κακό πού μάς βρήκε! — какое несчастье нам пришлось тогда пережить!;

    ο μέγας εκείνος ποιητής — этот выдающийся поэт;

    2) он;

    εκείνος είναι — это он;

    § εξ εκείνου ( — или απ' εκείνου) — с того времени, с того момента;

    μετ' εκείνα — или κατόπιν εκείνων — после этого

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκείνος

  • 23 εμπνέω

    (αόρ. έμπνευσα и ενέπνευσα, παθ. αόρ. εμπνεύσθηκα и ενεπνεύσθην) μετ.
    1) вдохновлять, воодушевлять;

    τον εμπνέει το παράδειγμα σου — его вдохновляет твой пример;

    2) вызывать, внушить, вселять (какое-л. чувство и т. п.);

    η συμπεριφορά του μού εμπνέει δυσπιστία — его поведение меня настораживает;

    εμπνέω φρίκη (φόβους) — внушать, вызывать ужас (опасение);

    εμπνέω θάρρος — придавать смелость;

    εμπνέω ελπίδες — вселять надежду;

    3) вдувать;

    εμπνέομαι 1. αμετ.

    1) — вдохновляться (чём-л.); — черпать (мысли и т. п.);

    ο ποιητής εμπνέεται από την άνοιξη — весенний пейзаж вдохновляет поэта;

    πολλοί εμπνέονται από τα βιβλία του — многие черпают идеи в его книгах;

    2) испытывать влияние; инспирироваться;

    οι εφημερίδες εμπνέονται από τούς χρηματιστικούς κύκλους — газеты находятся под влиянием финансовых кругов;

    2. μετ. открывать, изобретать;
    ο Έδισσον ενεπνεύσθη τον φωνογράφον Эдисон изобрёл фонограф;

    § εμπνέομαι υπό αρίστων διαθέσεων — иметь наилучшие намерения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εμπνέω

  • 24 λυρικός

    η, ό[ν]
    1) лирический, лиричный;

    λυρική ποίηση — лирическая поэзия, лирика;

    λυρικός ποιητής — лирический поэт, лирик;

    2) оперный;

    λυρικό δράμα — мелодрама;

    Εθνική Λυρική Σκηνή Национальный оперный театр (в Греции);

    § λυρική παρέκβαση — или λυρικη νότα — лирическое отступление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λυρικός

  • 25 μεγαλόπνευστος

    ος, ο[ν] вдохновенный;

    μεγαλόπνευστος ποιητής — вдохновенный поэт;

    μεγαλόπνευστο έργο — вдохновенный труд

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μεγαλόπνευστος

  • 26 στην

    στον, στούς и т. п.) πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач. направления действия, движения) в, к; на; πάμε στο καφενείο пошли в кафе; τα παράθυρα τού δωματίου μου βλέπουν στον κήπο окна моей комнаты выходят в сад; δεν εγύρισε τα μάτια της σε μένα она не взглянула на меня; πήγε στον πεθερό του он пошёл к тестю; πηγαίνω στο σπίτι я иду домой; σκαρφάλωσα στο βουνό взбираться на гору; 2) (при обознач, места) в; на; за; по; под; φυτεύω πατάτες στο περιβόλι сажать картофель в огороде; μένω στην λεωφόρο Συγγρού я живу на проспекте Сингру; κάθομαι στο τραπέζι сидеть за столом; σε όλον τον κόσμο по всему свету, во всём мире, везде; σέ όλον τον κόσμο είναι γνωστό... всему миру известно...; κάνω βόλτα στην πόλη гулять по городу; ήταν ξαπλωμένος σ' ένα δέντρο он лежал под деревом; η γη στριφογυρίζει στα πόδια μου у меня земля уходит из-под ног; 3) (при обознач, расстояния между чём-л.) до; από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο от одного тротуара до другого; από την μιά πόλη στην άλλη от одного города до другого; 4) (при обознач, времени, периода, срока) в; через; στα χίλια εννεακόσια εβδομήντα έξι в тысяча девятьсот семьдесят шестом току; στίς τρείς το πρωί в три часа утри; στα νιάτα (γηρατειά) μου в юности (старости); στον καιρό του в своё время; σε λίγο скоро; σε μισή ώρα через полчаса; σε δέκα μέρες через десять дней; στίς πέντε τού Γενάρη пятого января; 5) (при обознач, стоимости) за; на; τρία στη δραχμή три штуки на одну драхму; 6) (при обознач, способа оплаты): πληρώθηκα σε δολλάρια мне заплатили долларами; πληρώνω σε χρήμα (είδος) платить деньгами (натурой); 7) (при обознач, области, сферы проявления признака, свойства, а тж. области какого-л. действия) в; по; είναι μάστορης στο τάβλι он большой мистер игры в тавли; στα καλαμπούρια δεν τον παραβγαίνει κανείς в каламбурах ему нет равных; στο μπόι είναι πιο κοντός απ' όλους он меньше всех ростом; καλλίτερος σε ποιότητα лучший по качеству; είναι ξακουσμένη στην ομορφιά она известна своей красотой; είναι γιατρός στο επάγγελμα он врач по профессии; οι στρατιώτες ασκρύνται στη σκοποβολή солдаты упражняется в стрельбе; βρίσκομαι στην εξουσία стоять у власти; 8) (при сопоставлении) в; по; αυτό είναι ανώτερο στην αξία это дороже; σε τί είσαι καλύτερος από μένα; чем ты лучше меня?; είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια από σένα по годом я старше тебя; 9) (при обознач, деления на части) на; в; χωρίζω σε ίσα μέρη (στα εφτά) делить на равные части (на семь); σχίζομαι σε δυό расколоться пополам; σπάζω σε τρία κομμάτια разбиваться на три части; 10) (при обознач, состояния или перехода в какое-л. состояние) в; στην ακμή в расцвете сил; στον ύπνο μου во сне; μετατρέπω σε ερείπια превращать в развалины; 11) (при указании на форму) в; δράμα σε στίχους драма в стихах; κωμωδία σε τρείς πράξεις комедия в трёх действиях; 12) (при обознач, цели) на; τον έχω καλέσει σε γεύμα я его пригласил на обед; πηγαίνω σε κυνήγι иду на охоту; 13) (при обознач, образа действия): αρρώστησε στα καλά он тяжело заболел; ερωτεύομαι στα σωστά влюбиться не на шутку; στα γεμάτα интенсивно; βρέχει στα γεμάτα дождь зарядил; τελειώνω τη δουλειά στα πεταχτά кончать работу очень быстро; κλαίω στα ψέματα притворяться плачущим, плакать понарошку; 14) (при обознач, орудия и средства действия): με πέθανε στη φλυαρία она меня уморила своей болтовнёй; τον τσάκισαν στο ξύλο его сильно избили палками; 15) (при обознач, объединения, слияния) в; ένωσαν δυό δήμους σ' έναν объединили два дима в один; 16) (при обознач, превращения, перевода): μεταφράζω από τα ελληνικά στα ρωσσικά переводить с греческого на русский; ο ποιητής μετατράπηκε σε μεταφραστή поэт стал переводчиком; μετέτρεψα τα δολλάρια σε δραχμές я обменял доллары на драхмы; 17) (при обращении) к, в; απευθύνομαι στον υπουργό (στο υπουργείο) обращаться к министру (в министерство); 18) (при указании на источник) у; ράβω στον ράφτη шить у портного; 19) (при выражении пожелания): στο καλό! счастливо!, счастливого пути!; στην υγεία

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στην

  • 27 4163

    {сущ., 6}
    1. стихотворец, поэт;
    Ссылки: Деян. 17:28; Рим. 2:13; Иак. 1:22, 23, 25; 4:11.*

    Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4163

См. также в других словарях:

  • ποιητής — maker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιητής — ο, θηλ. ποιήτρια, ΝΜΑ, και θηλ. ποιητρίς, ίδος, Α [ποιώ] 1. ο δημιουργός ποιημάτων, αυτός που εκφράζει τα βιώματά του σε έμμετρο λόγο, με φροντισμένη γλωσσική έκφραση 2. ο δημιουργός τού κόσμου, ο θεός, ο πλάστης (α. «Πιστεύω εις ένα Θεόν...… …   Dictionary of Greek

  • ποιητής — ο θηλ. ήτρια 1. ο δημιουργός, ο κατασκευαστής: Ο ποιητής του κόσμου, ο Θεός. 2. ο λογοτέχνης που συνθέτει έμμετρα έργα, ποιήματα: Νεοέλληνες ποιητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποιητῆς — ποιητός made fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκίπης, Σωτήρης — Ποιητής (1881 1952). Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λάρισα. Το 1897 ήρθε στην Αθήνα, όπου σε ηλικία 20 ετών κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή. Το 1904 διεύθυνε μαζί με τον Αρ. Καμπάνη το περιοδικό Ακρίτας.… …   Dictionary of Greek

  • Πολύμνηστος — Ποιητής και μουσικός από τη Κολοφώνα της Ιωνίας, που άκμασε τον 6o αι. π.Χ. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλονά του Τεγεάτη, έγραψε δε άσεμνα άσματα, τα οποία ψάλλονταν με συνοδεία αυλού. Ο Π. νίκησε στις τρεις πρώτες πυθιάδες το 586, το 582 και… …   Dictionary of Greek

  • κέρκωψ — Ποιητής από τη Μίλητο, που έζησε σε αδιευκρίνιστη περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρείτο Ορφικός και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ποιητής όλων των έργων που αποδίδονταν στον Ορφέα. Τα ποιήματα Ιερός Λόγος και Εις Άδου κατάβασιν θεωρούνται… …   Dictionary of Greek

  • Φρύνις — Ποιητής και μουσουργός από τη Μυτιλήνη (5αι. π.χ.). Λένε πως στις 7 χορδές της κιθάρας πρόσθεσε άλλες 2. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύτηκε για τις καινοτομίες του. * * * ύνιδος, ὁ, Α όνομα κωμικού ποιητή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη] …   Dictionary of Greek

  • πολύμνηστος — Ποιητής και μουσικός από τη Κολοφώνα της Ιωνίας, που άκμασε τον 6o αι. π.Χ. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλονά του Τεγεάτη, έγραψε δε άσεμνα άσματα, τα οποία ψάλλονταν με συνοδεία αυλού. Ο Π. νίκησε στις τρεις πρώτες πυθιάδες το 586, το 582 και… …   Dictionary of Greek

  • Ξενόδαμος — Ποιητής και μουσικός από τα Κύθηρα. Ο Πλούταρχος τον αναφέρει σαν έναν από τους αρχηγούς της μουσικής σχολής που είχε ιδρύσει στη Σπάρτη ο Θαλής από την Κρήτη. Ο Πλούταρχος λέει επίσης ότι στην εποχή του σωζόταν ακόμα κάποια ωδή του. Μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • Πίγρης — Ποιητής από την Αλικαρνασσό. Λέγεται πως είχε γράψει τα ποιήματα Μαργίτης και Βατραχομυομαχία, που αποδίδονται στον Όμηρο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»