-
121 ἀνάκλασις
A a bending back, flexure, Hp.Fract.2; of swords, D.S.5.30; curve, of the lines of a ship, Callix.1.II reflection of light or reverberation of sound, Arist.AP0.98a29, Sens. 437b10, al., Stoic.2.199; so of the wind, Arist.Pr. 945a7; of water, ἀ. ποιεῖσθαι have its course turned, Plb.4.43.9; ἀ. τῆς σαρκὸς ποιεῖσθαι make it elastic, Arist.Pr. 966b17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάκλασις
-
122 ἀπόδειξις
A showing forth, making known, exhibiting,δι' ἀπειροσύνην.. κοὐκ ἀπόδειξιν τῶν ὑπὸ γαίας E. Hipp. 196
.2 setting forth, publication,Ἠροδότου.. ἱστορίης ἀπόδεξις Hdt.
Prooem.; ἀρχῆς ἀ. an exposition, sketch of it, Th.1.97;ἀ. περὶ τὸν πολιτικόν Pl.Plt. 277a
;περί τινος R. 358b
.3 proof,βουλομένοισί σφι γένοιτ' ἂν ἀ. Hdt.8.101
;ἀ. ποιεῖσθαι Lys.12.19
, etc.; esp. by words,ἀποδείξεις εὑρίσκειν τινός Isoc.10.3
;ἀ. λέγειν Pl.Tht. 162e
;- ξεις φέρειν Plb.12.5.5
; χρῆσθαί τινι ἀποδείξει τινός use it as a proof of a thing, Plu.2.160a: in pl., proofs, or arguments in proof of,τινός D.18.300
, cf. Pl.Phd. 73a; ;ἄνευ ἀποδείξεως Pl.Phd. 92d
;μετ' ἀ. Plb.3.1.3
, al.; ἀ. λαμβάνειν.. τῶν μανθανόντων test them by examination, etc., Plu.2.736d;ἀ. ποιεῖσθαι τῶν ἐφήβων IG2.470.40
;ἀ. τέχνης
specimen,Dionys.Com.
3.4;ἀ. αὑτοῖς δοῦναί τινος Plu.2.79f
, etc.; citation, (Crete, ii B. C.).b in the Logic of Arist., demonstration, i. e. deductive proof by syllogism, AP0.71b17, al., cf. Epicur.Ep. 1p.25U., Stoic.2.89; opp. inductive proof ([etym.] ἐπαγωγή), Arist.AP0.81a40:—sts. in a loose sense,ἀ. ῥητορικὴ ἐνθύμημα Id.Rh. 1355a6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόδειξις
-
123 ἀπολογία
ἀπολογ-ία, ἡ,A speech in defence, opp. κατηγορία, Antipho6.7, Th.3.61, Pl.Ap. 28a, etc.; ἀ. ποιεῖσθαι to make a defence, Is.6.62;ἀ. ποιεῖσθαι τὸν ἑαυτοῦ βίον τῶν τοῦ πατρὸς ἀδικημάτων Lys.14.29
;τῶν κατηγορηθέντων τὸ μὴ λαβὸν ἀπολογίαν Hyp.Eux.31
;ἀ. τοῦ εὐαγγελίου Ep.Phil.1.16
; expl. by πληροφορία, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολογία
-
124 ἀπόρρητος
ἀπό-ρρητος, ον,A forbidden, ἀπόρρητον πόλει though it was forbidden to the citizens, S.Ant.44, cf. E.Ph. 1668;τἀπόρρητα δρᾶν Ar.Fr. 622
; τὰ ἀ. forbidden exports, τἀ. ἐξάγειν, ἀποπέμπειν, Id.Eq. 282, Ra. 362; Lg..932c;πράξεις ἀ. Phld.Ir.p.54
W.II not to be spoken, secret, ἀ. ποιεῖσθαι make a secret of, Hdt.9.94; esp. of state secrets, Ar.Eq. 648;ἐν-τῳ ποιεῖσθαι X.An.7.6.43
;τἀπόρρητα ποιοῦνται Lys.12.69
;ὁ ἐπὶ τῶν ἀπορρήτων τοῦ βασιλέως Plu.Luc.17
, cf. OGI 371; ὁ τῶν ἀ. γραμματεύς, = a secretis, Procop.Pers.2.7; ἀπόρρητα ποιεύμενος πρὸς μηδένα λέγειν ὑμέας keep them secret so that you tell them not to any one, Hdt.9.45; ἐν ἀπορρήτῳ τὴν ἀλήθειαν λέγειν tell as a secret, Pl.Tht. 152c;ἐν ἀ. εἰδέναι And.2.19
; φυλάττειν ἐν ἀπορρήτοις keep as a secret, Arist.Fr. 662; ἐν ἀπορρήτῳ ξυλλαμβάνειν arrest secretly, And.1.45; δι' ἀπορρήτων ἐξαγγέλλειν, ἀκούειν, Lycurg.85, Pl.R. 378a; ;τἀπόρρητ' οἶδεν Id.21.200
; ὁ ἐν ἀπορρήτοις λεγόμενος λόγος of the esoteric doctrines of the Pythagoreans, Pl.Phd. 62b;τὰ ἀ. τῆς κατὰ τὰ μυστήρια τελετῆς SIG 873.9
(Eleusis, ii A.D.); ἐν ἀπορρήτοις in cipher, D.S.15.20: [comp] Comp.- ότερος Paus.2.17.4
, Philostr.VA6.19.2 of sacred things, ineffable, secret, ; ;τἀπόρρητ'.. ἐκφέρειν Ar.Ec. 442
, cf. Pherecr.133;ἐνεργείας Jul.Or.4.151b
.b γόης καὶ ἀ. a 'man of mystery', Philostr.VA8.7.9.3 unfit to be spoken, abominable, Lys.10.2;ἀ. ἀδικίαι Pl.Lg. 854e
;τίς οὐκ οἶδεν.. τὰς ἀπορρήτους, ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ, τὰς τούτου γονάς; D.21.149
; of foul abuse,κακῶς τὰ ἀπόρρητα λέγειν ἀλλήλους Id.18.123
, etc.; in [dialect] Att. Law of words (e.g. ῥίψασπις) whose use was punishable, Isoc.20.3.4 of words, not in common use,ἀ. καὶ ἔξω πάτου Luc.Hist. Conscr. 44
.5 τὰ ἀπόρρητα, = τὰ αἰδοῖα, Plu.2.284a, cf. Ar.Ec.12, Longin. 43.5.III Adv. ineffably, inexpressibly,Philostr.
VS 2.18; conertly,ἀπορρήτως τὰ γραφόμενα κατεχλεύαζε διὰ τῆς εἰκόνος Eun.Hist.p.263
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόρρητος
-
125 ἁρπαγή
ἁρπαγ-ή, ἡ,A seizure, robbery, rape, first in Sol.4.13; ὀφλὼν ἁρπαγῆς δίκην found guilty of rape, A.Ag. 534;αἰτέειν δίκας τῆς ἁ. Hdt.1.2
; ἁρπαγῇ χρησαμένους ib.5; ἁρπαγὴν ποιεῖσθαι, ποιεῖν, Th.6.52, X.Cyr. 7.2.12;ἐφ' ἁ. τραπέσθαι Th.4.104
, X.Cyr.4.2.25;τοῦ κρητῆρος ἡ ἁ. Hdt.3.48
: pl., of a single act,συνεπρήξαντο τὰς Ἑλένης ἁ. Id.5.94
, cf. A.Th. 351 (lyr.), Supp. 510; Καδμείων ἁ., of the Sphinx, E.Ph. 1021 (lyr.).II thing seized, booty, prey,τοῦ φθάσαντος ἁ. A.Pers. 752
; ἁ. κυσί, θηρσί, Id.Th. 1019, E.El. 896; ἁρπαγὴν ποιεῖσθαί τι to make booty of a thing. Th.8.62.IV ἐν ἁρπαγῇ σελήνης when the moon is invisible, PMag.Par.1.750. -
126 ἅμιλλα
A contest for superiority, conflict,τῶν νεῶν ἅμιλλαν.. ἰδέσθαι Hdt.7.44
; ἅ. ἵππων horse-race, ib. 196, cf. Pi.O.5.6, I.5(4).6; ῥιμφαρμάτοις ἁμίλλαις in racing of swift chariots, S.OC 1063, cf. El. 861; ἅ. ἀγαθῶν ἀνδρῶν contest of brave men, D.20.108; ; ; of boat-races, IG22.1028.20, Pl.Com. 183.2 c.gen.rei, ἰσχύος trial of strength, Pi.N.9.12 (pl.);πτερύ γων ἁμίλλαις A.Pr. 129
; ποδοῖν, λόγων, φρονήματος, E.IA 212, Med. 546, Andr. 214; : c. gen. obj., ἅ. λέκτρων contest for marriage, E.Hipp. 1141;ἔρωτος Gorg.Hel.5
: abs., eager desire, Herod.6.68 (s.v.l.):—alsoἅ. περί τινος Isoc.10.15
; freq.in Poets with Adj., ἅ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος striving after wealth or children, E. IT 411, Med. 557: with gen.in adjectival sense, ἅ.αἵματος, = αἱματόες σα, Id.Hel. 1155:—phrases: ἅμιλλαν τιθέναι, προτιθέναι propose contest, Id.Andr. 1020, Med. l.c.; ἅ. ποιεῖσθαι contend eagerly, ὅκως .. Hdt.8.10; ἅ. ἐποιοῦντο they had a race, Th.6.32;ἅ. ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Pl.Lg. 830d
; εἰς ἅ. ἔρχεσθαι, ἐξελθεῖν, E.Tr. 621, Hec. 226;πρὸς ἅ. ἐλθεῖν Id.Med. 1083
; ἅ. γίγνεται ὅπως .. struggle arises, Th.8.6. -
127 ἐκδίκησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδίκησις
-
128 ἐκοχή
A receiving fromor at the hands of another, succession,πομποῦ πυρός A.Ag. 299
;ἐκδοχαῖς ἐπιφέρει θεὸς κακόν E.Hipp. 866
; ἐ. ποιεῖσθαι πολέμου to continue the war, Aeschin.2.30.II taking or understanding in a certain sense, interpretation,ἐ. ποιεῖσθαι Plb.3.29.4
, cf. UPZ110.86 (ii B.C.) ;ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχὴν ὅτι.. Plb.22.7.6
, cf. SIG557.18 (Magn.Mae., iii B.C.), Sch.Pi.O.13.100.IV = ἀποδοχή, recognition for services rendered, IG12(5).722.8 ([place name] Andros).VI contract, IG5(2).l.c.
См. также в других словарях:
ποιεῖσθαι — ποιέω make pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek
Uspenski Gospels — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries MInuscule 461 Name Uspens … Wikipedia
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español
недѣльникъ — НЕДѢЛЬНИК|Ъ (3*), А с. 1. Назначаемый на неделю служка в монастыре: и въшедъ въ ч(с)тьноѥ сѹдохранилище. посла абье съ два на десѧть недѣльникъ на възисканьѥ злообразнаго. клирика (ἑβδоμαρίους) ПНЧ ХIV, 190в; азъ ху||дыи. хотѧ недостоино… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek