Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ποιεῖσθαι+τοὺς+π

  • 1 Make

    v. trans.
    P. and V. ποιεῖν, ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι.
    Make ( acquire) money: Ar. and P. ἐργάζεσθαι χρήματα (Ar., Eq. 840).
    Make a living: V. συλλέγειν βίον; see Live.
    Reap as profit: P. and V. κερδαίνειν; see Gain.
    Construct: P. and V. συντιθέναι, συμπηγνναι, συναρμόζειν, P. κατασκευάζειν, συνιστάναι, V. τεύχειν; see also Build.
    Mould, fashion: P. and V. πλάσσειν, V. σχηματίζειν.
    Render: P. and V. ποιεῖν, καθιστναι, παρέχειν (or mid.), P. παρασκευάζειν, ἀπεργάζεσθαι, Ar. and P. ποδεικνύναι, ποφαίνειν, Ar. and V. τιθέναι (rare P.), V. κτίζειν, τεύχειν.
    Make oneself ( show oneself): P. and V παρέχειν ἑαυτόν (with acc. of adj.).
    Compel: P. and V. ναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, βιάζεσθαι, καταναγκάζειν, Ar. and P. προσαναγκάζειν, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.
    What makes you say this? P. τί παθὼν ταῦτα λέγεις;
    Bring it about that: P. and V. πράσσειν ὅπως (aor. subj. or fut. indic.).
    Produce, cause: P. and V. ποιεῖν, V. τεύχειν. P. ἀπεργάζεσθαι.
    In periphrastic expressions, use P. and V. ποιεῖσθαι, V. τιθέναι, τθεσθαι; e.g., make haste: P. σπουδὴν ποιεῖσθαι.
    Make amedds for: see under Amends.
    Make away with: P. and V. φανίζειν, πεξαιρεῖν.
    Steal: P. διακλέπτειν; see Steal.
    Make for, hasten to: P. and V. ὁρμᾶσθαι εἰς (acc.).
    Seek: P. and V. ζητεῖν (acc.).
    Tend towards: P. and V. τείνειν εἰς (acc.), πρός (acc.), P. συντείνειν εἰς (acc.), or ἐπί (acc.), or πρός (acc.); see Tend.
    Public support made rather for the Lacedaemonians: P, ἡ εὔνοια ἐποίει τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον εἰς τοὺς Λακεδαιμονίους (Thuc. 2. 8).
    Make free with: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Make good (losses, etc.): P. and V. ναλαμβνειν, κεῖσθαι, ἐξιᾶσθαι; see Retrieve.
    Carry out (a promise, etc.): see Accomplish.
    Make light of: see Disregard.
    Make merry: P. and V. εὐωχεῖσθαι, κωμάζειν.
    Make of understand, interpret: P. ὑπολαμβνειν (acc.), ἐκλαμβνειν (acc.).
    Construct of: P. and V. συντιθέναι ἐκ (gen.).
    Be made of, be constructed of: P. συγκεῖσθαι ἐκ (gen.).
    Make out, pretend: Ar. and P. προσποιεῖσθαι; see Understand, Interpret, Represent.
    Make over, hand over: P. and V. παραδιδόναι, ἐκδιδόναι.
    Make up, dress up, v. trans.: P. and V. σκευάζειν, Ar. and P. ἐνσκευάζειν; v. intrans.: Ar. and P. ἐνσκευάζεσθαι.
    Complete (a number, etc.): P. and V. ἐκπληροῦν. P. ἀναπληροῦν.
    Trump up: P. and V. πλάσσειν, (acc.), P. κατασκευάζειν (acc.), συσκευάζειν (acc.).
    Help to make up: P. συγκατασκευάζειν (acc.).
    Constitute: P. and V. εἶναι, καθεστηκέναι (perf. of καθιστάναι).
    Help in forming: P. συγκατασκευάζειν.
    Make up (a quarrel. etc.): P. and V. εὖ τιθέναι (or mid.), καλῶς τιθέναι (or mid.) P. λύεσθαι, κατατίθεσθαι, διαλύεσθαι, Ar. and P. καταλεσθαι.
    Straightway a widespread rumour was bruited in our ears that you and your lord had made up your former quarrel: V. διʼ ὤτων δʼ εὐθὺς ἦν πολὺς λόγος σὲ καὶ πόσιν σὸν νεῖκος ἐσπεῖσθαι τὸ πρίν (Eur., Med. 1139).
    Make it up, be reconciled: P. and V. καταλλάσσεσθαι, διαλεσθαι; see under Reconcile.
    Make up for, make amends for: P. and V. κεῖσθαι (acc.) ναλαμβνειν (acc.), ᾶσθαι (acc.), ἐξιᾶσθαι (acc.).
    ——————
    subs.
    Form: P. and V. σχῆμα, τό; see Form.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Make

  • 2 Levy

    v. trans.
    Requisition: P. and V. ἐπιτάσσειν, προστάσσειν, τάσσειν, P. ἐκλέγειν.
    Levy money: P. ἀργυρολογεῖν (absol.).
    He levied money for the navy: P. ἠργυρολόγησεν εἰς τὸ ναυτικόν (Thuc. 8, 3).
    Levy tribute from the Greeks: P. δασμολογεῖν τοὺς Ἕλληνας (Isoc. 184C).
    Exact: Ar. and P. ναπράσσειν; see Exact.
    Collect: P. and V. συλλέγειν, συνγειν; see Collect.
    Levy war on: P. πόλεμον ἐπιφέρειν (dat.), πόλεμον ἐκφέρειν πρός (acc.).
    ——————
    subs.
    Muster: P. and V. σύνοδος, ἡ, σύλλογος, ὁ, V. ἄθροισμα, τό.
    Hold a levy ( for the army): P. καταλόγους ποιεῖσθαι.
    Levying money, subs.: P. ἀργυρολογία, ἡ (Xen.); adj., Ar. and P. ἀργυρολόγος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Levy

См. также в других словарях:

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …   Dictionary of Greek

  • προσκαλώ — προσκαλῶ, έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν [καλῶ] καλώ κάποιον να έλθει σ εμένα, τόν φωνάζω, τού παραγγέλλω να έλθει ή να μεταβεί κάπου (α. «φίλοι τούς επροσκάλεσαν, τούς είχανε τραπέζι», δημ. τραγούδι β. «με τη σιγαλή λαλιά τον ήλιο… …   Dictionary of Greek

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… …   Dictionary of Greek

  • πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… …   Dictionary of Greek

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • επιφορά — η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω] νεοελλ. (λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού μσν. (για όρκο) επιβολή αρχ. 1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.) 2. μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»