Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ποθό-βλητος

См. также в других словарях:

  • κεραυνόβλητος — η, ο (Α κεραυνόβλητος, ον) ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. περί βλητος, ποθό βλητος] …   Dictionary of Greek

  • ποθόβλητος — ον, Α 1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.) 2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνό βλητος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»