Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποθητός

См. также в других словарях:

  • ποθητός — longed for masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητός — ή, ό / ποθητός, ή, όν, ΝΜΑ [ποθώ] ο ποθούμενος, ο επιθυμητός (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ. β. «για την ποθητήν Ελλάδα», Σολωμ. γ. «ποθητὸν πρᾱγμα», επιγρ.) νεοελλ. 1. αγαπητός («το ποθητό μου ταίρι») 2. ως ουσ. ο αγαπημένος («εγώ είμαι, κόρη, ο …   Dictionary of Greek

  • ποθητός — ή, ό επιθυμητός, αγαπημένος, λατρευτός: Εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου κι εσύ η ποθητή μου (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποθητά — ποθητός longed for neut nom/voc/acc pl ποθητά̱ , ποθητός longed for fem nom/voc/acc dual ποθητά̱ , ποθητός longed for fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητῶν — ποθητός longed for fem gen pl ποθητός longed for masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητόν — ποθητός longed for masc acc sg ποθητός longed for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθηταῖς — ποθητός longed for fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητοῖς — ποθητός longed for masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητοί — ποθητός longed for masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητοῦ — ποθητός longed for masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητούς — ποθητός longed for masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»