Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποθέρπω

См. также в других словарях:

  • ποθέρπω — (δωρ. τ.) προσέρπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς», με αποκοπή) + ἕρπω, με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ πριν από δασυνόμενη λ.] …   Dictionary of Greek

  • προσέρπω — και δωρ. τ. ποθέρπω Α [ἕρπω] 1. (κυριολ. και μτφ.) πλησιάζω έρποντας, σιγά σιγά, αθόρυβα (α. «τόμβον προσεῑρπον ἆσσον», Σοφ. β. «τὰς προσερπούσας τύχας», Σοφ. γ. «τὸν προσέρποντα χρόνον», Πίνδ.) 2. επέρχομαι («ἅ μ ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόοισι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»