-
1 ποθερπω
-
2 ποθέρπω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποθέρπω
-
3 προς-έρπω
προς-έρπω, dor. ποϑέρπω, Tim. Locr. 97 c, hinzukriechen oder -schleichen, übh. hinzukommen, -gehen, herbei-, herankommen, προςέρποντα χρόνον, Pind. P. 1, 57 N. 7, 68, wie φοβοῦμαι τὸ προςέρπον, die Zukunft, Soph. Ai. 225; τὰς προςερπούσας τύχας, Aesch. Prom. 272; πᾶν μοι φοβερὸν τὸ προςέρπον, 127; Soph. Phil. 776 u. öfter; Ar. Vesp. 1509.
-
4 προσερπω
дор. ποθέρπω1) подползать, приползатьτουτὴ τί ἦν τὸ προσέρπον ; Arph. — что это такое ползет сюда?;
τοὔργον δόλῳ προσέρπον Soph. — тайные козни2) (тж. π. ἐγγύς Soph.) подходить, приближаться(τύμβου ἆσσον Soph.; αἱ προσέρπουσαι τύχαι Aesch.)
τὸ προσέρπον Aesch. — наступающие события, ближайшее будущее;π. τινί Soph. — приближаться, перен. угрожать кому-л. -
5 προσέρπω
1 abs., creep or steal on, approach.τύμβου προσεῖρπον ἆσσον S.El. 900
; of animals, Ar.V. 1509, Plu.2.77f, etc.; of ivy,παντὶ δένδρῳ π. Luc.Am.12
: metaph., ὁ π. χρόνος, i.e. the time that's coming, Pi.P.1.57, cf. N.7.68 (tm.); πᾶν μοι φοβερὸν τὸ π. every thing that approaches, A.Pr. 127 (anap.); τὸ π., also, what is coming, the coming event, S.Aj. 227 (lyr.);αἱ προσέρπουσαι τύχαι A.Pr. 274
;τοὔργον.. δόλῳ προσέρπον S.OT 539
; προσέρπει.. τόδ' ἐγγύς, of a paroxysm, Id.Ph. 787.2 come to or upon, c. acc. pers., Pi.O.6.83 (leg. προσέλκει): c. dat. pers., σοὶ προσέρπον τοῦτ' ἐγὼ τὸ φάρμακον ὁρῶ, of punishment, S.Aj. 1255.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσέρπω
См. также в других словарях:
ποθέρπω — (δωρ. τ.) προσέρπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς», με αποκοπή) + ἕρπω, με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ πριν από δασυνόμενη λ.] … Dictionary of Greek
προσέρπω — και δωρ. τ. ποθέρπω Α [ἕρπω] 1. (κυριολ. και μτφ.) πλησιάζω έρποντας, σιγά σιγά, αθόρυβα (α. «τόμβον προσεῑρπον ἆσσον», Σοφ. β. «τὰς προσερπούσας τύχας», Σοφ. γ. «τὸν προσέρποντα χρόνον», Πίνδ.) 2. επέρχομαι («ἅ μ ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόοισι… … Dictionary of Greek