-
1 ποδ-ώκεια
ποδ-ώκεια, ἡ, Fußschnelle, Schnelligkeit der Füße; im plur., ποδωκείῃσι πεποιϑώς, Il. 2, 792; Eur. I. T. 33; auch Plut. Rom. 25; Lob. Phryn. p. 538.
-
2 ποδώκεια
ποδ-ώκεια, ἡ,A swiftness of foot, Il.2.792 (pl.), E.IT33, Plu.Rom.25:—written ποδωκία in A.Eu.37, X.Cyn.5.27 (v.l. -εία), Hld.8.16; ποδωκίην [ῐ] Anacreont. 24.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδώκεια
-
3 ποδώκεια
ποδ-ώκεια: swiftness of foot, pl., Il. 2.792†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ποδώκεια
-
4 ποδώκεια
ποδ-ώκεια, ἡ, Fußschnelle, Schnelligkeit der Füße
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий