-
1 ποδ-ήνεμος
ποδ-ήνεμος, sturmfüßig, schnell wie der Sturmwind; als Beiwort der Iris häufig in der Il., nie in der Od.; in der Form ποδάνεμοι καρκίνοι Crates bei Ath. III, 117 b.
-
2 ποδήνεμος
ποδ-ήνεμος, sturmfüßig, schnell wie der Sturmwind; als Beiwort der
См. также в других словарях:
πυρήνεμος — ον, Α αυτός που φυσά τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. ποδ ήνεμος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek