-
1 ποδδατέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδδατέομαι
См. также в других словарях:
ποδδατέομαι — Α (δωρ. τ.) προσδατέομαι*, ορίζω, εκχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδ, βοιωτ. τ. τού ποτί* «προς» + δατέομαι «μοιράζω, χωρίζω»] … Dictionary of Greek