-
1 ποδανιπτρον
См. также в других словарях:
χειρόνιπτρον — και χερόνιπτρον, τὸ, Α 1. λεκάνη για το πλύσιμο τών χεριών 2. το νερό που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο τών χεριών 3. το πλύσιμο τών χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + νίπτρον (< νίπτω), πρβλ. ποδά νιπτρον] … Dictionary of Greek