-
1 ποδο-
-
2 ποδοκακη
-
3 ποδοκτυπη
-
4 ποδορραγης
2вскрытый ударом ногиἵππου δῶρα ποδορραγέα Anth. — дары от удара копыта коня, т.е. Пегаса (о Гиппокрене и т.п. источниках)
-
5 ποδοστραβη
-
6 ποδοψηστρον
-
7 ποδοψοφια
См. также в других словарях:
-ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… … Dictionary of Greek
ликопо́дий — я, м. 1. То же, что плаун. 2. Зрелые сухие споры плауна. || Желтый порошок из спор плауна (используется в медицине и технике). [От греч. λυκος волк и πους, ποδος нога] … Малый академический словарь
Podología — En este artículo se detectaron los siguientes problemas: Necesita ser wikificado conforme a las convenciones de estilo de Wikipedia. Carece de fuentes o referencias que aparezcan en una fuente acreditada. Por favor … Wikipedia Español
podo- — ► prefijo/ suf Componente de palabra procedente del gr. pus, podos , que significa pie: ■ podólogo; cefalópodo. TAMBIÉN pod , podo * * * podo V. «pod ». * * * podo o ‒podo. (Del gr. ποδο y ‒ποδος) … Enciclopedia Universal
‒podo — podo o ‒podo. (Del gr. ποδο y ‒ποδος). elem. compos. Significa pie . Podólogo. Miriópodo … Enciclopedia Universal
ιδροκόπι — το ίδρωμα με άφθονο ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + κοπι (< κόπος), πρβλ. μεθο κόπι, ποδο κόπι] … Dictionary of Greek
κεφαλονιψία — η και κεφαλόνιπτρον, το (Μ κεφαλονιψία και κεφαλόνιπτρον) μεσαιωνικό έθιμο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατά το οποίο οι χριστιανοί μια μέρα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συνήθως την Κυριακή τών Βαΐων, έλουζαν το κεφάλι ή και όλο το σώμα τους.… … Dictionary of Greek
κεφαλόμακτρον — κεφαλόμακτρον, τὸ (Α) μαντίλι για το σκούπισμα τού ιδρώτα τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + μάκτρον «μαντίλι»), πρβλ. ποδό μακτρον, χειρό μακτρον] … Dictionary of Greek
κοιλιοστροφία — κοιλιοστροφία, ἡ (Α) κολικός τού εντέρου, οδυνηρή συστροφή τών εντέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + στροφία (< στρόφος < στρόφος < στρέφω), πρβλ. ποδο στροφία, χορδο στροφία] … Dictionary of Greek
κονταροκροτώ — κονταροκροτῶ, έω (Μ) συμπλέκομαι σε αγώνα κονταροχτυπήματος, κονταροχτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρ ιον + κροτώ (< κροτώ < κρότος), πρβλ. ποδο κροτώ, χειρο κροτώ] … Dictionary of Greek
κορδοπατώ — 1. βαδίζω καμαρωτά, κορδωμένα, υπεροπτικά 2. περπατώ θυμωμένος 3. απειλώ, φοβερίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρδα (με τη σημ. που εμφανίζει το παρ. ρ. κορδώνω*) + πατώ (πρβλ. κατα πατώ, ποδο πατώ)] … Dictionary of Greek