-
1 ποδο-τρόχαλος
ποδο-τρόχαλος, ὁ, der Töpfer, der die Scheibe mit dem Fuße umlaufen macht, Hesych.
-
2 ποδοτρόχαλος
ποδο-τρόχαλος, ὁ, der Töpfer, der die Scheibe mit dem Fuße umlaufen macht
См. также в других словарях:
πολυτρόχαλος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται σε αδιάκοπη, διαρκή κίνηση, θορυβώδης («πολυτρόχαλοι ἀγοραί», Χριστόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τροχαλός (< τροχός < τρέχω), πρβλ. ποδο τρόχαλος] … Dictionary of Greek