Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ποδοσφαιριστής

См. также в других словарях:

  • ποδοσφαιριστής — ο, Ν αθλητής, παίκτης ποδοσφαίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδόσφαιρο + ιστής*. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. ποδοσφαιρισταί, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ποδοσφαιριστής — ο ο παίχτης του ποδοσφαίρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρόιφ, Γιόχαν — (Johan Kruyff, Άμστερνταμ 1947 –). Ολλανδός ποδοσφαιριστής και προπονητής. Υπήρξε ένας από τους πλέον διάσημους ποδοσφαιριστές στη δεκαετία του 1970, μαζί με τον Πελέ και τον Μπεκενμπάουερ, ενώ του αποδόθηκε το προσωνύμιο του Ιπτάμενου Ολλανδού.… …   Dictionary of Greek

  • Κίγκαν, Κέβιν — (Kevin Keegan, Άρμθορπ, Γιόρκσαϊρ 1951 – ). Άγγλος ποδοσφαιριστής και προπονητής. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην αγγλική Σκάνθροουπ. Το 1971 εντάχθηκε στο δυναμικό της Λίβερπουλ και το 1977 μεταπήδησε στο Αμβούργο. Προς το τέλος της… …   Dictionary of Greek

  • Μάθιους, Στάνλεϊ — (Sir Stanley Matthews, Στόουκ 1915 – Νιουκάστλ 2000). Άγγλος ποδοσφαιριστής. Συνέδεσε το όνομά του με τα πρώτα ρομαντικά χρόνια του διεθνούς ποδοσφαίρου καθώς έπαιζε στην Εθνική Αγγλίας –με την οποία είχε 54 διεθνείς συμμετοχές– από το 1938. Με… …   Dictionary of Greek

  • Δομάζος, Μίμης — (Αθήνα 1941 –). Ποδοσφαιριστής. Ο αποκαλούμενος στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου συνέδεσε στην πολύχρονη καριέρα του το όνομά του με ορισμένες από τις σημαντικότερες επιτυχίες του αθλητισμού της χώρας. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην Άμυνα… …   Dictionary of Greek

  • Κούδας, Γιώργος — (Θεσσαλονίκη 1946 –). Ποδοσφαιριστής. Ταυτίστηκε με τη σπουδαία ομάδα του ΠΑΟΚ της δεκαετίας του ‘70 και τον αθλητισμό της Βόρειας Ελλάδας. Σε ηλικία 12 ετών πήγε να δοκιμαστεί στο γήπεδο του ΠΑΟΚ στην Τούμπα. Έκτοτε συνέδεσε την καριέρα του με… …   Dictionary of Greek

  • Μαραντόνα, Ντιέγκο Αρμάντο — (Μπουένος Άιρες, Αργεντινή 1960 –). Αργεντινός ποδοσφαιριστής. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και έδειξε από πολύ νωρίς το ποδοσφαιρικό του ταλέντο. Υπήρξε ο νεότερος Αργεντινός που έπαιξε στην Εθνική ομάδα, κάνοντας το ντεμπούτο του εναντίον της …   Dictionary of Greek

  • Μπάγεβιτς, Ντούσαν — (Μόσταρ, Σερβία 1948 ). Σέρβος ποδοσφαιριστής και προπονητής. Ξεκίνησε την καριέρα του στην ομάδα της γενέτειράς του, τη Βελέζ, στην οποία έπαιξε από το 1963 έως το 1977. Στη συνέχεια μεταγράφηκε στην ΑΕΚ με την οποία πανηγύρισε την κατάκτηση δύο …   Dictionary of Greek

  • Μπεκενμπάουερ, Φραντς — (Μόναχο, Γερμανία 1945 –). Γερμανός ποδοσφαιριστής και προπονητής. Έχει συνδέσει το όνομά του όχι μόνο με το σύγχρονο ποδόσφαιρο –σε αγωνιστικό και διοικητικό επίπεδο– αλλά και με το γερμανικό μεταπολεμικό θαύμα. Οι συμπατριώτες του τον ονόμασαν… …   Dictionary of Greek

  • Μπεστ, Τζορτζ — (1946 ). Πρωταθλητής ποδοσφαίρου. Ο Τζορτζ Μπεστ γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1946 στο Μπέλφαστ της Βορείου Ιρλανδίας και υπήρξε ένας από τους πιο προικισμένους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του αθλήματος· ενδεχομένως και ο πιο αυτοκαταστροφικός. Σε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»