-
1 ποδοστρόφια
ποδοστρόφια, =A repotia, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδοστρόφια
См. также в других словарях:
ποδοστρόφια — τὰ, Α μεθεόρτια, ανταπόδοση τού συμποσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + στρέφω] … Dictionary of Greek