-
1 ποδοβολώ
ποδοβολώάω αμετ. поднимать топот; громко топать
См. также в других словарях:
ποδοβολώ — έω, Ν προκαλώ θόρυβο με το βάδισμα ή με τον τροχασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + βολώ ( βόλος < βάλλω), πρβλ. γεννο βολώ, σπιθο βολώ] … Dictionary of Greek
ποδοβολή — η, Ν το ποδοβολητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
ποδοβολητό — το, Ν ο κρότος από το βάδισμα ή το τρέξιμο πολλών ανθρώπων ή ζώων, ιδίως αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ + κατάλ. ητό (πρβλ. ροχαλ ητό)] … Dictionary of Greek
ποδοβόλημα — το, Ν [ποδοβολώ] το ποδοβολητό … Dictionary of Greek