Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ποδοβολώ

См. также в других словарях:

  • ποδοβολώ — έω, Ν προκαλώ θόρυβο με το βάδισμα ή με τον τροχασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + βολώ ( βόλος < βάλλω), πρβλ. γεννο βολώ, σπιθο βολώ] …   Dictionary of Greek

  • ποδοβολή — η, Ν το ποδοβολητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • ποδοβολητό — το, Ν ο κρότος από το βάδισμα ή το τρέξιμο πολλών ανθρώπων ή ζώων, ιδίως αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ + κατάλ. ητό (πρβλ. ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • ποδοβόλημα — το, Ν [ποδοβολώ] το ποδοβολητό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»