-
1 ποδισμώ
-
2 ποδισμῷ
См. также в других словарях:
ποδισμῷ — ποδισμός measuring by feet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ποδισμώ
2 ποδισμῷ
ποδισμῷ — ποδισμός measuring by feet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)