-
1 ποδικός
ποδικόςof a metrical foot: masc nom sg -
2 ποδικός
A of a metrical foot or feet, γένη, λόγος, Aristid.Quint. 1.15,19; π. χρόνοι, opp. ἁπλοῖ, πολλαπλοῖ, ib.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδικός
-
3 ποδικόν
ποδικόςof a metrical foot: masc acc sgποδικόςof a metrical foot: neut nom /voc /acc sg -
4 ποδικοί
ποδικόςof a metrical foot: masc nom /voc pl -
5 ποδικούς
ποδικόςof a metrical foot: masc acc pl -
6 ποδική
ποδικόςof a metrical foot: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 ποδικήν
ποδικόςof a metrical foot: fem acc sg (attic epic ionic) -
8 ποδικών
-
9 ποδικῶν
-
10 ποδικού
-
11 ποδικοῦ
-
12 ποδικώ
-
13 ποδικῷ
-
14 ποδικώς
-
15 ποδικῶς
См. также в других словарях:
ποδικός — of a metrical foot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδικός — ή, ό / ποδικός, ή, όν ΝΜΑ [πους, ποδός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πόδι, ποδιαίος («ποδική αρτηρία») 2. φρ. α) «ποδική καμάρα» ανατ. η τοξοειδής διαμόρφωση τού πέλματος τού ποδιού, που αποτελεί προϋπόθεση για τη φυσιολογική… … Dictionary of Greek
ποδικῶν — ποδικός of a metrical foot fem gen pl ποδικός of a metrical foot masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδικόν — ποδικός of a metrical foot masc acc sg ποδικός of a metrical foot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδικοί — ποδικός of a metrical foot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδικοῦ — ποδικός of a metrical foot masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδικούς — ποδικός of a metrical foot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδική — ποδικός of a metrical foot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδικήν — ποδικός of a metrical foot fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδικῶς — ποδικός of a metrical foot adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδικῷ — ποδικός of a metrical foot masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)