Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποδιαῖος

См. также в других словарях:

  • ποδιαῖος — a foot long masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδιαίος — α, ο / ποδιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει μήκος ενός ποδιού (α. «φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῑος, πεπίστευται δ εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης», Αριστοτ. β. «ποδιαῑον τόπον», Λουκιαν. γ. «πλάτος δίποδες, πάχος ποδιαῑος», επιγρ. δ. «ποδιαίου μέτρου» …   Dictionary of Greek

  • ποδιαῖον — ποδιαῖος a foot long masc acc sg ποδιαῖος a foot long neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδιαίων — ποδιαῖος a foot long fem gen pl ποδιαῖος a foot long masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδιαῖα — ποδιαῖος a foot long neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδιαῖοι — ποδιαῖος a foot long masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδιαίοις — ποδιαῖος a foot long masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδιαίου — ποδιαῖος a foot long masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδιαίῳ — ποδιαῖος a foot long masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδιαία — ποδιαίᾱ , ποδιαῖος a foot long fem nom/voc/acc dual ποδιαίᾱ , ποδιαῖος a foot long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδιαίας — ποδιαίᾱς , ποδιαῖος a foot long fem acc pl ποδιαίᾱς , ποδιαῖος a foot long fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»