-
1 ποδίστρα
-
2 ποδιστρα
-
3 ποδίστρα
ποδίστρα, ἡ, Fußfalle, Fußschlinge -
4 ποδίστρα
ποδ-ίστρα, ἡ,A foot-trap, AP6.107 (Phil.); of a spider's web, ib.9.372.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδίστρα
-
5 ποδίστρας
ποδίστρᾱς, ποδίστραfoot-trap: fem acc plποδίστρᾱς, ποδίστραfoot-trap: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ποδίστραις
ποδίστραfoot-trap: fem dat pl
См. также в других словарях:
ποδίστρα — ἡ, Α 1. η παγίδα τών ποδιών τών θηραμάτων 2. μτφ. ο ιστός τής αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ποτίσ τρα)] … Dictionary of Greek
ποδίστρας — ποδίστρᾱς , ποδίστρα foot trap fem acc pl ποδίστρᾱς , ποδίστρα foot trap fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδίστραις — ποδίστρα foot trap fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)