-
1 ποδάριον
-
2 ποδάριον
ποδάριονneut nom /voc /acc sg -
3 ποδάριον
ποδάριον, τό, Füßchen -
4 ποδάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδάριον
-
5 πολυ-ποδάριον
πολυ-ποδάριον, τό, dim. von πολύπους, p. bei Ath. IX, 404 c.
-
6 ποδάρια
ποδάριονneut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
ποδάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδάριον — τὸ, ΜΑ βλ. ποδάρι … Dictionary of Greek
ποδάρια — ποδάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδάρι — το / ποδάριον, ΝΜΑ το πόδι νεοελλ. 1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.) 2. φρ. α) «ποδάρι τού παλάγκου» ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση… … Dictionary of Greek
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek