Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποδάριον

См. также в других словарях:

  • ποδάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδάριον — τὸ, ΜΑ βλ. ποδάρι …   Dictionary of Greek

  • ποδάρια — ποδάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδάρι — το / ποδάριον, ΝΜΑ το πόδι νεοελλ. 1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.) 2. φρ. α) «ποδάρι τού παλάγκου» ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση… …   Dictionary of Greek

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»